Ένα απ’τα πιο συχνά ερωτήματα -που το ακούμε και σε διάφορες παραλλαγές- είναι το “πώς γίνεται αυτοί/ες που επιλέγω να μου συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο;”
Θεωρητικά είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε το είδος ανθρώπου που θα αγαπήσουμε αλλά στην πραγματικότητα η επιλογή μας είναι μάλλον πολύ λιγότερο ελεύθερη από ό,τι φανταζόμαστε. Οι περιορισμοί γύρω απ’τους οποίους μπορούμε να αγαπάμε και να νιώθουμε καλά προέρχονται από ένα μέρος που όλοι οι ψυχοθεραπευτές αρέσκονται να πηγαίνουν. Στην παιδική ηλικία. Η ψυχολογική ιστορία του καθενός μας προδιαθέτει να επιλέγουμε ορισμένους τύπους ανθρώπων.
Ψάχνουμε εκείνους που από πολλές απόψεις αναβιώνουν τα συναισθήματα αγάπης που γνωρίζαμε όταν ήμασταν μικροί. Το θέμα είναι ότι η αγάπη που πήραμε κατά την παιδική μας ηλικία δεν φτιάχτηκε μόνο από γενναιοδωρία, ευαισθησία και καλοσύνη. Δεδομένου το ότι οι γονείς είναι άνθρωποι και κάνουν λάθη -παρ’όλη την αδιαμφισβήτητα καλή πρόθεσή τους- κάποιες φορές η αγάπη συνοδεύεται και με οδυνηρές πτυχές: την αίσθηση πως δεν είμαι αρκετά καλός, μια αγάπη για έναν γονέα νάρκισσο ή καταθλιπτικό ή εύθραυστο ή η αίσθηση πως ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι πλήρως ευάλωτος γύρω από έναν φροντιστή.
Έτσι, στην ενήλικη ζωή μας θα βρούμε συντρόφους που κάτι στην συμπεριφορά τους θα μας είναι οικείο και θα το έχουμε ξαναζήσει. Δεν δίνουμε σημασία και ευκαιρία σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν τη λαχτάρα μας για πολυπλοκότητες που έχουμε συνδέσει με την αγάπη. Μπορεί να περιγράψουμε κάποιον ως “βαρετό” όταν στην πραγματικότητα εννοούμε: είναι απίθανο να με κάνει να υποφέρω με τον τρόπο που πρέπει να υποφέρω για να αισθανθώ ότι η αγάπη είναι πραγματική.
Πολλοί λένε πως η λύση είναι απλά να προσπερνάμε αυτούς που έχουν ιδιόμορφη συμπεριφορά και μας ελκύουν και να βρούμε κάποιον με πιο υγιή συμπεριφορά. Θεωρητικά είναι μια καλή λύση και συχνά πρακτικά αδύνατη. Αντί να επιδιώκουμε να αλλάξουμε προτιμήσεις θα ήταν καλύτερο να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε συμπεριφορές οικείες που στο τώρα, αν και ενήλικοι μας καθηλώνουν.
Κάτι που επαναλαμβάνω πολύ συχνά γιατί γνωρίζω τη χρησιμότητα της ψυχοεκπαίδευσης είναι πως πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα το εν λόγω πρόσωπο, αλλά μια συμπεριφορά τους αναπαράγει-πυροδοτεί κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό. Στο τότε, το είχαμε βιώσει πραγματικά τραυματικά γιατί ένα παιδί δεν μπορεί να εξηγήσει γνωστικά αυτά που του συμβαίνουν και δεν έχει και επιλογές. Στο σήμερα, εάν κάποια συμπεριφορά επαναληφθεί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γυρίσω πάλι πίσω στο παλιό, παρόλο που γνωστικά θα λέω “μα δεν είναι δυνατόν”. Σ’αυτό ακριβώς το σημείο θα γίνει η παρέμβασή μου και πλέον θα αντιδράσω ως ενήλικας και όχι ως το παιδί που ήμουν τότε. Για παράδειγμα εάν ως παιδί δεν έπαιρνα την προσοχή που ήθελα και δεν ήξερα τον τρόπο να τη ζητήσω, τότε θα έβρισκα έμμεσους τρόπους για να πάρω αυτό που είχα ανάγκη.
Στο σήμερα, εάν ο/η σύντροφός μου είναι απορροφημένος με τη δουλειά του και εγώ αντιδράσω όπως παλιά, τότε είτε θα το μεταφράσω “δεν νοιάζεται αρκετά, δεν είμαι αρκετά σημαντικός/ή” ή θα αντιδράσω χειριστικά για να πάρω αυτό που χρειάζομαι. Ένας ενήλικας, που γνωρίζει και έχει δουλέψει τα θέματά του, έστω και αν πυροδοτηθεί ένα παλιό συναίσθημα θα έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί κάτι όπως: “έχει δουλειά, έχω και εγώ δουλειά και είναι εντάξει”. Γιατί θα γνωρίζει πως στο σήμερα έχει πάντα επιλογές.
Δεν προτρέπω, ούτε υπονοώ να μένουμε σε καταστάσεις δύσκολες και ταλαιπωρητικές για να δούμε και να επιλύσουμε τα παλιά μας τραύματα. Όμως, ως ενήλικες μπορούμε να αποκτήσουμε τις ικανότητες που θα μας επιτρέψουν να πειραματιστούμε με τις προκλήσεις του “εδώ και τώρα” που ως παιδιά στο “εκεί και τότε” δεν μπορούσαμε.