Περιστασιακά, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, παίρνουμε μια γεύση του πώς θα ήταν να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Ίσως αργά το βράδυ μετά από ένα θερινό σινεμά, ίσως μόλις έχουμε αναρρώσει από ένα θέμα υγείας που αντιμετωπίζαμε, ίσως βρεθήκαμε με μια φίλη που είχαμε πολύ καιρό να δούμε και ήταν πολύ ωραία, ίσως από ένα βιβλίο που διαβάσαμε και επηρεαστήκαμε, ίσως παρατηρούμε σιωπηλά έναν άνθρωπο διαδικτυακά, ίσως έχουμε πάει απλά μια βόλτα με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια.
Τι θα γινόταν αν δεν ήμασταν πάντα τόσο κατηφείς, θλιμμένοι και ανήσυχοι όσο είμαστε συνήθως; Τι θα γινόταν αν παρατηρούσαμε περισσότερο τα ενδιαφέροντα πρόσωπα των ξένων; τι θα γινόταν αν επιτρέπαμε στον εαυτό μας να συνδεθεί βαθύτερα με τους ανθρώπους που συναντάμε; αν αφήναμε στην άκρη την επιφυλακτικότητα, την καχυποψία και τον φόβο; αν αφηνόμασταν στο να αγαπάμε και να μας αγαπούν;
Τα επιχειρήματα στα παραπάνω ερωτήματα έχουν ή ένα λογικό υπόβαθρο -τις περισσότερες φορές- ή και κάποιο πιο υπαρξιακό, δηλαδή ότι δεν φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα εκπαιδεύοντας τα μάτια μας και το μυαλό μας στα θετικά. Έχουμε ακούσει πολλές φορές πως η ζωή είναι ένα ταξίδι πόνου με μικρά διαλείμματα χαράς. Είμαστε καλοί μαθητές στο μάθημα φιλοσοφία της θλίψης και έχουμε μάθει να περιμένουμε λίγα. Εξάλλου η ανεξέλεγκτη χαρά κάτι αρνητικό θα σημαίνει. Αυτά συνήθως τα μάθαμε μικροί, τότε που δεν είχαμε εναλλακτική.
Τι θα γινόταν όμως αν σε αυτό το στάδιο της ζωής μας, δεν υπήρχαν συνεχείς λόγοι για να συνεχίσουμε να μένουμε στη θλίψη και την ανησυχία; Τι θα γινόταν αν τολμούσαμε να γίνουμε πιο ανοιχτοί στη χαρά και την ελπίδα;
Τι γίνεται αν δεν είμαστε εδώ για να υποφέρουμε; Τι θα συμβεί αν μεταφέρουμε τη δυστυχία μας εκεί που ανήκει, σ’ένα παρελθόν που δεν ήμασταν σε θέση να επιλέξουμε;