Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και ίσως αποθαρρυντικές αλλά ταυτόχρονα κρίσιμες συνειδητοποιήσεις που μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις είναι ότι -χωρίς συνειδητή επίγνωση και χωρίς καμία κακή πρόθεση- πολλοί άνθρωποι αναπαράγουν μέσα σε αυτές αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ανολοκλήρωτες υποθέσεις της παιδικής ηλικίας”.
Οι περισσότεροι τείνουμε να πιστεύουμε ότι παλιότερα τραύματα ή συμπεριφορές που ως παιδιά μας στεναχωρούσαν πολύ μπορούν να παρακαμφθούν. Στην αρχή μια σχέσης, όταν γνωριζόμαστε με έναν άνθρωπο, ίσως μας εξομολογηθεί διάφορα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, για παράδειγμα έναν απόμακρο γονιό ή έντονα επικριτικό, ή απών, ή προσκολλημένο σε άλλο παιδί. Τέτοιες εξομολογήσεις -ειδικά όταν ο απέναντι έχει μια γοητευτική προσωπικότητα- μπορεί να φαντάζουν ως μια έκκληση για κατανόηση και είναι εύκολο να μπούμε στη θέση να προσφέρουμε στήριξη.
Είναι εμπειρικά παρατηρημένο πως όποιος πόνος έχει προκληθεί σε κάποιον στη σχέση με έναν γονιό, θα μεταφερθεί, σχεδόν με βεβαιότητα, στη σχέση με τον σύντροφό του. Εάν κάποιος αγνοήθηκε, θα αγνοηθεί και ο σύντροφός του. Εάν κάποιος ένιωσε αβεβαιότητα, θα προκληθεί αβεβαιότητα και στον σύντροφό του. Εάν κάποιος υπέστη σκληρή κριτική, ο σύντροφος μάλλον θα κριθεί με αυστηρότητα. Ενίοτε, ο ένας από τους δυο θα παίρνει μηνύματα από τον σύντροφό του που ήταν προορισμένα για τον γονιό του, αλλά ποτέ δεν εκφράστηκαν γιατί δεν επιτρεπόταν.
Με άλλα λόγια, ο σύντροφός μας δεν αναζητά απλώς και μόνο μια σχέση μαζί μας, αλλά προσπαθεί να επαναλάβει ένα σενάριο και μια επικοινωνία με έναν γονέα που τον ματαίωνε, τον απογοήτευε και παρόλα αυτά τον αγαπούσε. Αρκετοί άνθρωποι δεν είναι ότι μια επαναλαμβανόμενη ιστορία είναι εξ αρχής δύσκολη, αλλά ότι δεν καταφέρνουμε να αλλάξουμε το τέλος της. Ψάχνουμε στην ενήλικη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία για να διορθώσουμε μια τραυματική δυναμική που σαν παιδιά δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε και δεν ήταν και η δουλειά μας να το κάνουμε.
Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης απαιτεί μια νοητική προσπάθεια, την ικανότητα να αναγνωρίσουμε ότι πέρα από την επιφάνεια της σύγκρουσης μπορεί να διακυβεύεται κάτι βαθύτερο. Χρειάζεται θάρρος να επιστρέψουμε τα συγκεκριμένα μηνύματα στους αποστολείς τους και να κατανοήσουμε ότι “παρά την έντονη πρόθεση του/της συντρόφου μου, αυτό το μήνυμα δεν αφορά και δεν προορίζεται για μένα”. Αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να έρθει μετά από χρόνια σχέσης και πολλές ώρες άλυτων και συνεχόμενων καυγάδων με έναν άνθρωπο που αγαπάμε και που ίσως να μας αγαπάει επίσης βαθιά.