
Μία από τις πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές ασκήσεις είναι αυτή της άδειας καρέκλας. Είναι μια άσκηση αυτοέκφρασης που μας βοηθά να δώσουμε φωνή σε σκέψεις και συναισθήματα που έχουν μείνει σιωπηλά μέσα μας και δεν έχουμε καταφέρει να εκφράσουμε.
Η άδεια καρέκλα λειτουργεί σαν καθρέφτης ή σαν δίαυλος επικοινωνίας με όποιον θέλουμε να μιλήσουμε. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που μας πλήγωσε, κάποιος που μας λείπει, ή ακόμα κ μια πλευρά του εαυτού μας – ο φοβισμένος εαυτός μας, ο θυμωμένος, ο ανασφαλής-. Καθόμαστε απέναντί της και μιλάμε χωρίς φίλτρα και μετά, αλλάζουμε θέση. Γινόμαστε το πρόσωπο ή το συναίσθημα που έχουμε απέναντί μας και απαντάμε.
Μόλις ξεπεράσουμε την αμηχανία που προκαλεί η περίεργη εμπειρία του να μιλάμε σε μια καρέκλα, ίσως διαπιστώσουμε ότι είμαστε πιο εύγλωττοι από ό,τι νομίζαμε, ίσως πιο σίγουροι για όσα χρειαζόμασταν να πούμε. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει τόση σημασία αν μας ακούσει το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε, αλλά αυτό που μετράει περισσότερο είναι να καταφέρουμε να μιλήσουμε, να ακούσουμε εμείς οι ίδιοι τη φωνή μας, να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματά μας και να δώσουμε σε αυτά χώρο.
Μπορεί να είναι ένας βοηθητικός τρόπος για όσους αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν ως καλά παιδιά, χωρίς να ξέρουν τον τρόπο να πουν όχι, δεν θέλω, δεν μου αρέσει μιας που η επιβίωση εξαρτιόταν από τη συμμόρφωση και την καλή διάθεση. Η σιωπή μπορεί να εξασφάλισε μια ασφαλή διαδρομή προς την ενηλικίωση η συνέχισή της, όμως, δεν βοηθάει να αφήσουμε πίσω ό,τι μας βαραίνει και να κάνουμε ένα βήμα προς την εσωτερική ηρεμία.


