Έχεις τρια χρόνια να με πάρεις τηλέφωνο. Εάν δε με θες, πες το μου.

IMG_20200209_161900
Θυμάμαι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου που γράφαμε εκθέσεις με θέμα την υπομονή και την επιμονή και οι οποίες συνήθως ξεκινούσαν με κάποιο απόφθεγμα του  τύπου
«δεν είμαι τόσο έξυπνος, είναι που μένω με τα προβλήματα περισσότερο», ίσως συνέχιζαν με το  «η επιμονή και η υπομονή έχει να κάνει με τη σταθερή προσήλωση σε μια πορεία δράσης, σε μια ιδέα ή σ’ ένα σκοπό, παρά τα εμπόδια, ή τις δυσκολίες» – πάντα υπήρχε η σύνδεση με τη δέσμευση, την αναμονή και την αντοχή- και φυσικά κατέληγαν κάπως έτσι:  «επομένως η υπομονή και η επιμονή δεν έχουν χαρακτηριστεί τυχαία ως βασικές αρετές όλων των επιτυχημένων και ευτυχισμένων ανθρώπων».

Πόσο εύκολα όμως η μετριοφροσύνη μπορεί να γίνει ανασφάλεια, το χιούμορ αγένεια, η ενδοσκόπηση κατάθλιψη, η αυτοσυγκράτηση καταπίεση, η οργανωτικότητα εμμονή, η επιμονή κάτι άκαμπτο, η υπομονή αφέλεια;

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως χωρίς την επιμονή και την υπομονή  που χρειάζεται να επιδεικνύουμε στη ζωή μας για να καταφέρουμε πράματα και να μην τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία,  μπορεί να γίνει μπερδευτικό, ταλαιπωρητικό, ματαιωτικό και πολλές φορές κακοποιητικό όταν αυτή τη στάση ζωής  τη μεταφέρουμε και στις προσωπικές μας σχέσεις.

Έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες από ανθρώπους που για μεγάλο χρονικό διάστημα περιμένουν κάτι από κάποιον ελπίζοντας πως κάτι θα γίνει και ο άλλος θ’ αλλάξει γνώμη και θα τους το δώσει.  Περιμένουν ένα τηλεφώνημα, ένα μήνυμα, ή την παραμικρή κίνηση του άλλου την ερμηνεύουν ως ενδιαφέρον, το οποίο όμως ο άλλος διστάζει να το εκφράσει ή γιατί είναι κλειστός άνθρωπος, ή ντρέπεται, ή απλά φοβάται τη δέσμευση.
Μας είναι πιο εύκολο να βάζουμε τον εαυτό μας στην αναμονή παρά να παραδεχτούμε πως ο άλλος δεν ενδιαφέρεται και να πάρουμε αυτό που έχουμε ανάγκη από κάπου αλλού.

Μα καλά, θα πείτε, μ’ αυτά που γράφεις, είναι σα να υπονοείς πως βγάζουμε κάτι από το μυαλό μας. Δεν έχουμε παραισθήσεις, ούτε κάνουμε σενάρια.  Έχουμε δει ένα ενδιαφέρον από τον άλλον.  Ναι, είναι αλήθεια. Κάποια στιγμή η πηγή έτρεξε νερό και ξεδιψάσαμε. Κάποια στιγμή η πηγή στέρεψε και αντί να πάμε στη διπλανή,  περιμέναμε υπομονετικά διψασμένοι. Δεν περιμέναμε μόνο υπομονετικά, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός τόσο μας έπιανε το πείσμα και λέγαμε: «Μα πριν λίγο καιρό έτρεχε άφθονο και γάργαρο νερό. Δεν μπορεί, θα ξανατρέξει. Μήπως φταίω εγώ; Μήπως εάν φύγω λίγο και επιστρέψω, αλλάξει κάτι;»

Ποιος περιμένει μ’ αυτό τον τρόπο;  Ένα παιδί.  Τα παιδιά έχουν ταλέντο να υπομένουν και αυτό γιατί έχουν άγνοια εναλλακτικών λύσεων και εξαρτώνται από κάποιον μεγαλύτερο. Όμως, ως ενήλικας, το ίδιο παιδί είναι απαραίτητο και εφικτό να έρθει σ’ επαφή με τις πηγές στήριξης που έχει.

Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά πυροδοτούν κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό.  Στο τότε, το είχαμε βιώσει τραυματικά και ίσως να μας είχε καθηλώσει γιατί το πιθανότερο ήταν να εξαρτιόμασταν από κάποιον μεγαλύτερο.  Στο σήμερα, εάν κάποια παρόμοια συμπεριφορά επαναληφθεί, υπάρχει περίπτωση να με γυρίσει πάλι πίσω στο παλιό τραύμα, παρόλο που γνωστικά ξέρω πως το γεγονός  που συμβαίνει είναι δυσανάλογο με αυτό που νιώθω εκείνη τη στιγμή.

Εάν στο σήμερα νιώθω υπερβολικό πόνο ή καθήλωση για κάποια συμπεριφορά που έρχεται από τον απέναντι μου, θα με βοηθήσει να μείνω λίγο σε μένα και να σκεφτώ, τι μου θυμίζει αυτή η συμπεριφορά που με καθηλώνει και από πού την ξέρω;

Είναι αλήθεια  πως το γνώριμο, έστω και εάν είναι άσχημο ή ταλαιπωρητικό, μου φαίνεται πιο εύκολο γιατί ξέρω πως να είμαι μέσα σ’ αυτό. Ξέρω τον τρόπο που θα συμπεριφερθώ,  τι να περιμένω,  τι δεν θα πάρω.  Ο καινούργιος τρόπος έχει φόβο επειδή είναι άγνωστος.

Είναι  όμως πολύ σημαντικό να μάθω να φέρνω  στο συνειδητό τις πηγές στήριξής μου.  Ένας σχετικά «εύκολος» τρόπος είναι  να κάνω ένα υποθετικό σενάριο.  Εάν τώρα, βλέπατε ένα παιδάκι, το δικό σας παιδάκι ή ενός φίλου σας, να κάθεται κάπου μόνο του να κλαίει  και να περιμένει τί θα του λέγατε;  Κάτσε και περίμενε;  Κλάψε δεν πειράζει;  Δεν θα το ρωτάγατε με ήρεμο και γλυκό τρόπο τι έχει, γιατί κλαίει, εάν χρειάζεται κάτι; Δεν θα το κρατούσατε από το χεράκι να το πάτε κάπου να κάτσει να ξεκουραστεί;

Με αυτόν τον τρόπο μιλήστε και φερθείτε στον εαυτό σας –στο εσωτερικό σας παιδί- όπως θα μιλούσατε σ’ ένα παιδάκι κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.  Δώστε στον εαυτό σας αυτό που δεν πήρατε όταν έπρεπε να το πάρετε. Μη σας συμπεριφέρεστε όπως σας συμπεριφέρθηκαν.

Μεγάλο μέρος  της ζωής αρκετών ανθρώπων περνάει περιμένοντας.  Πλέον πιστεύω στη λιγότερη αναμονή και σε περισσότερη δράση,  γιατί εκείνοι που περιμένουν γίνονται καλοί ακριβώς σ’ αυτό. Στο να περιμένουν.  Γι’ αυτούς που πιστεύουν πως η αναμονή δηλώνει πίστη, εγώ απαντώ πως η δράση δηλώνει πίστη. και δράση μπορεί να σημαίνει να σταματήσω να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου. Πάρτε λοιπόν το εσωτερικό σας παιδί και πηγαίνετέ το κάπου αλλού.

Όποιος αγαπάει παιδεύει;

Στην αρχή της μετεκπαίδευσής μου ένα απ’τα πιο δύσκολα θέματα που είχα να διαχειριστώ ήταν η άρνηση και η ενόχληση που ένιωθα στο άκουσμα της λέξης “κακοποίηση”.  Μέχρι τότε είχα συνδέσει τη λέξη μόνο με τη σεξουαλική και τη σωματική κακοποίηση και οτιδήποτε άλλο μου φαίνονταν υπερβολή, ψιλά γράμματα, υπερευαισθησία, κυρίως όμως, σκεφτόμουν το πόσο περιορισμένες θα ήταν από εδώ και πέρα οι σχέσεις μου αφού οι περισσότεροι άνθρωποι -εκτός εάν εκπαιδεύονταν για ψ ή έκαναν ψυχοθεραπεία ή είχαν μητέρα την Anna Freud- αποκλείεται να τα γνώριζαν αυτά.

Αργότερα, παρατήρησα πως σχεδόν όλοι οι θεραπευόμενοί μου είχαν την ίδια αντίδραση που είχα εγώ τότε ως εκπαιδευόμενη. Οι πιο συχνές φράσεις που ακούγονται απ’τους ανθρώπους είναι “μου αρέσει να υπάρχει ένταση σε μια σχέση. είναι σαφής ένδειξη πως ο άλλος σ’αγαπάει, είναι ερωτευμένος μαζί σου, υπάρχει πάθος και βασικά ο άλλος δεν είναι μίζερος και βαρετός.  Με ζηλεύει και κάνει σκηνές άρα ενδιαφέρεται και για να είμαι ειλικρινής με κολακεύει. Κάποιες φορές γίνεται απόμακρος και δεν μου μιλάει αλλά αυτό για μένα δείχνει πως έχει μια ποιότητα, ένα βάθος, δεν φοβάται την ενδοσκόπηση

Μέρος αυτού του προβλήματος όπως διαβάζουμε σ’αυτό το άρθρο, έχει να κάνει και με την  κουλτούρα μας. Λατρεύουμε τη συγκλονιστική και παράλογη ρομαντική αγάπη που εκδηλώνεται σπάζοντας την Κινέζικη πορσελάνη και χλευάζουμε την πρακτικότητα και την ηρεμία σε μια σχέση. Aναφέρονται έξι απ’τις πιο κοινές συμπεριφορές σε μια σχέση που οι περισσότεροι άνθρωποι τις βρίσκουν υγιείς και κανονικές, ενώ στην πραγματικότητα είναι τοξικές και κακοποιητικές. Για μένα οι πιο συχνές και οι πιο δύσκολα αναγνωρίσιμες είναι τα passive agressive σχόλια (παθητικο-επιθετική συμπεριφορά) και το να κατηγορείς τον άλλον για τα συναισθήματά σου.

Το να κατηγορούμε τους άλλους για τα συναισθήματά μας και να μην παίρνουμε καμία απολύτως ευθύνη γι’αυτά είναι μια πολύ συχνή συμπεριφορά. “εσύ φταις που εκνευρίστηκα έτσι και άρχισα να φωνάζω”.  Όταν κάποιος είναι passive agressive, τις περισσότερες φορές δεν εκφράζει τον θυμό του,  αλλά εμφανίζει αλλαγές στη συμπεριφορά όπως με το να κλείνεται στον εαυτό του, να εμφανίζει αντίσταση στην επικοινωνία κυρίως όμως, προκαλεί μπέρδεμα σ’αυτόν που τη δέχεται. Είναι μια μη λεκτική επιθετικότητα που εκδηλώνεται με αρνητική αλλά “ευγενική” και αποστασιοποιημένη συμπεριφορά.

Δεν θα σταματήσω να το λέω. Τα πάντα μαθαίνονται. Τίποτα απ’αυτά δεν είναι μαθηματικά ή πυρηνική φυσική. Μαζί μ’αυτό το άρθρο διαβάστε και αυτό, ταιριάζει με το θέμα.

.

.

 

 

 

 

Συνεξάρτηση (ή όταν η Ηχώ ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο) Μέρος II

Οι αναφορές στη θεραπευτική αντιμετώπιση της συνεξάρτησης ακολουθούν διάφορες προσεγγίσεις όπως ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία, τα 12 βήματα των Ανώνυμων Συνεξαρτημένων ή μια πιο συνθετική θεραπευτική προσέγγιση.  Το τι βοηθάει τον καθένα είναι καθαρά προσωπική επιλογή και όταν με ρωτάνε ποια προσέγγιση να επιλέξουν, απαντάω τι έχει βοηθήσει εμένα μέχρι τώρα στο να δω και να αντιμετωπίσω τα θέματά μου και πως βίωσα και βιώνω εγώ τη θεραπεία μου γενικά.

Το σημαντικό είναι να ζητήσει κάποιος βοήθεια και κυρίως να καταλάβει πως η ανάρρωση από τη συνεξάρτηση δεν βρίσκεται στο άλλο άτομο, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να πιστεύει το αντίθετο.  Βρίσκεται στον εαυτό του και στους τρόπους με τους οποίους έχει προσπαθήσει να επηρεάσει τους άλλους. Βρίσκεται στην εμμονή, στον έλεγχο, στο θυμό και τις ενοχές, στην εξάρτηση από ιδιόμορφα άτομα, στην προσέλκυση από το ακατανόητο και την ανοχή σ’αυτό, που καταλήγουν σε εγκατάλειψη του εαυτού μας, σε προβλήματα επικοινωνίας και οικειότητας.

Κάποιος θα πει πως είναι φυσικό να θέλουμε να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους για τους οποίους ενδιαφερόμαστε.  Είναι φυσικό να επηρεαζόμαστε και να αντιδράμε στα προβλήματα των άλλων. Η λέξη ‘αντιδρώ’ έχει ιδιαίτερη σημασία από την άποψη πως η συνεξάρτηση έχει έντονα το στοιχείο της αντίδρασης αφού οι συνεξαρτώμενοι αντιδρούν συνέχεια είτε υπερβολικά, είτε υποτονικά αλλά σπανίως δρουν.

Δεν είναι αφύσικο στο να αντιδρά κάποιος, αλλά το να μάθει πως να μην αντιδρά και να δρα με πιο υγιείς τρόπους είναι ένας σίγουρος τρόπος για να προστατεύσει τον εαυτό του. Δεν σημαίνει πως γινόμαστε απόμακροι ή σταματάμε να ενδιαφερόμαστε. Σημαίνει πως αγαπάμε και δημιουργούμε δεσμούς, χωρίς όμως να τρελαινόμαστε. Μαθαίνουμε πως κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και υιοθετούμε μια στάση που λέει ότι πρέπει να κρατιόμαστε μακριά από τις ευθύνες των άλλων και να φροντίσουμε για τις δικές μας. Παραχωρούμε στους άλλους και στον εαυτό μας την ελευθερία να είμαστε υπεύθυνοι και να εξελισσόμαστε.

Δεν είναι υποχρεωτικό να παίρνουμε τα πάντα προσωπικά και κατάκαρδα. Το να πω σε κάποιον “Αν μ’αγαπούσες/αν ήμουν σημαντική για σένα, δεν θα μ’αφηνες να περιμένω/θα απαντούσες στο μήνυμά μου/θα μίλαγες ειλικρινά” έχει νόημα όσο και το να πω σε κάποιον που έχει πνευμονία “Αν μ’αγαπούσες δεν θα έβηχες”.

Συνήθως, τα πράγματα έχουν να κάνουν μ’εμάς πολύ λιγότερο απ’ό,τι νομίζουμε. Εάν κάποιος π.χ. συνηθίζει σε μια σχέση όταν έρθει κοντά με τον άλλον ξαφνικά ν’απομακρύνεται, με τον ίδιο τρόπο θα σχετιστεί και στην επόμενη σχέση.  Το δικό του θέμα πιθανόν να έχει να κάνει με το πως κόβει την επαφή ή θέματα οικειότητας. Εάν εγώ στο σήμερα, νιώθω υπερβολικό πόνο ή καθήλωση για μια τέτοια αλλόκοτη συμπεριφορά, αυτό είναι το δικό μου θέμα. Αυτό που θα βοηθήσει είναι να μείνω λίγο σε μένα και να σκεφτώ, τί μου θυμίζει αυτή η συμπεριφορά που με καθηλώνει; από πού την ξέρω; Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα το εν λόγω πρόσωπο, αλλά πυροδοτούν κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό.

Μέσα στη θεραπεία αναγνωρίζεται το βασικό τραύμα ή τραύματα και μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει το ρόλο που διαδραμάτισε τόσο αυτό όσο και οι άλλοι σε αυτό το τραύμα. Μ’αυτό τον τρόπο θα σταματήσω να προσπαθώ να κάνω κάποιον άλλον ν’αλλάξει, θα σταματήσω να προσπαθώ με τη συμπεριφορά μου να ελέγξω, θα μάθω να διαχωρίζω τον εαυτό μου από τα πράγματα, θα γίνω εγώ γονιός του εαυτού μου και κυρίως θα σταματήσω να ταλαιπωρούμαι.

Δηλαδή, εάν γίνουν όλα αυτά, η σχέση θα καλυτερεύσει;
Όταν κάποιος παύει να καθρεφτίζει το ναρκισσιστή η σχέση τελειώνει.  Ο ναρκισσιστής δεν μπορεί να σχετιστεί μ’ένα αυτόνομο άτομο. Το βασικό εμπόδιο της ανάπτυξης είναι ο φόβος για τον πόνο, η απροθυμία να μπούμε σε μια διαδικασία επίπονη, όπως η ψυχοθεραπεία. Επίπονη και συναρπαστική.

Συνεξάρτηση (ή όταν η Ηχώ ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο) Μέρος I

Η συνεξάρτηση πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο όρο ο οποίος προέρχεται από τη φιλοσοφία των ανωνύμων ομάδων αυτοβοήθειας που βασίζονται στο πρόγραμμα των 12 βημάτων. Αναφέρεται σε μια συμπεριφορά “διευκόλυνσης” ενός εξαρτημένου σημαντικού άλλου, σε βάρος του εαυτού.  Με τον όρο “διευκόλυνση” εννοούμε μια τάση για υπερπροστασία και έλεγχο, μια συμπεριφορά που διαιωνίζει την εξάρτηση του άλλου, εμποδίζοντάς τον ν’αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Η συμπεριφορά “διευκόλυνσης” των συζύγων, ή άλλων μελών της οικογένειας των αλκοολικών αρχικά ονομάστηκε “συν-αλκοολισμός” και στη συνέχεια, καθώς τα προγράμματα των 12 βημάτων επεκτάθηκαν και σε εξαρτήσεις από άλλες ουσίες και άλλες μορφές εξάρτησης (όπως πχ βουλιμία, τζόγος) υιοθετήθηκε ο όρος “συνεξάρτηση”.

Ωστόσο, εκτός απ’τις ομάδες των ανωνύμων, το θέμα της συνεξάρτησης έχει ευρέως μελετηθεί και από το χώρο των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας όπου έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες ορισμού της, έχουν αναπτυχθεί διαγνωστικά εργαλεία για την εκτίμησή της (Beck, 1991) και αρκετές υποθέσεις σχετικά με την αιτιολογία της.

Όμως, η συνεξάρτηση δεν προϋποθέτει πάντα την παρουσία ενός αλκοολικού ή γενικότερα εξαρτημένου από ουσίες σημαντικού άλλου, αλλά μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τη χημική εξάρτηση. Ο όρος χρησιμοποιείται και για να καθορίσει τις σχέσεις όπου ο ένας σύντροφος εμφανίζει μια χειριστική συμπεριφορά και ο άλλος, φοβούμενος την εγκατάλειψη, συμμορφώνεται. Υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται πολύ να φύγουν από μια άσχημη σχέση και περιγράφουν καταστάσεις όπου όταν έρχονται κοντά στο σύντροφό τους,  εκείνος αρχίζει και απομακρύνεται, και όταν εκείνοι απομακρύνονται με οδύνη, τότε ο σύντροφός τους επιστρέφει.

Σύμφωνα με τους Ανώνυμους Συνεξαρτημένους, ένας άνθρωπος με θέματα συνεξάρτησης, παρουσιάζει συγκεκριμένα μοτίβα συμπεριφοράς όπως στο να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανιδιοτελή και αφιερωμένο στην ευημερία των άλλων, να ζητάει συνεχώς την αναγνώριση, να είναι εξαιρετικά πιστός και να παραμένει σε επιζήμιες καταστάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, να εκφράζει τον θυμό και την επιθετικότητα με παθητικούς τρόπους, να χρησιμοποιεί το σεξ ενώ θέλει αγάπη, να προσελκύει τους άλλους προς το μέρος του, αλλά όταν έρθουν  κοντά, να τους ωθεί μακριά. http://www.coda.org/tools4recovery/patterns-new.htm

Οι Hughes-Hammer, Martsolf, and Zeller’s (1998a) διαμόρφωσαν ένα μοντέλο για τη συνεξάρτηση.  Το μοντέλο αυτό αποτελείται από μια βασική έννοια: την εστίαση στους άλλους και την παραμέληση του εαυτού, και τέσσερις άλλες υπο-έννοιες: χαμηλή αυτοαξία, απόκρυψη εαυτού, προβλήματα υγείας, θέματα της οικογένειας καταγωγής.
(Με την εστίαση στους άλλους και την παραμέληση του εαυτού θα αναφερθώ στο δεύτερο μέρος του ποστ)

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; ο Cermak (1991) θεωρεί τα χαρακτηριστικά της συνεξάρτησης συμπληρωματικά του ναρκισσισμού και αναφέρεται στο μύθο του Νάρκισσου και της Ηχούς. Η Ηχώ ελκύεται από το Νάρκισσο γιατί, σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός ενός ατόμου ασκεί μεγάλη έλξη σ’όσους έχουν απαρνηθεί μέρος του δικού τους ναρκισσισμού. Κατά την περίοδο που τα παιδιά διαφοροποιούνται από τους γονείς τους, αναπτύσσουν δυο συμπληρωματικές ανάγκες. Η πρώτη, μια φυσιολογική ναρκισσιστική ανάγκη όπου αναζητούν την εκτίμηση των άλλων στις ικανότητές τους, και η δεύτερη μια ‘ηχωϊστική’ ανάγκη, η οποία αφορά στην ανάγκη τους να σχηματίσουν μια εξιδανικευμένη εικόνα για τους γονείς τους, με την οποία να συγχωνευθούν.  Όταν η ανάπτυξη είναι φυσιολογική, οι ναρκισσιστικές ανάγκες οδηγούν στην αυτοπεποίθηση, ενώ οι ηχωϊστικές στην ενσυναίσθηση του ενήλικα (Cermak, 1991). Ένας ναρκισσιστής γονιός έχει την τάση να απορρίπτει τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανάγκες ενός παιδιού, ενώ αντίθετα, ένας γονιός με θέματα συνεξάρτησης, πυροδοτεί τις ναρκισσιστικές ανάγκες. Και στις δυο περιπτώσεις, οι αντίστοιχες ανάγκες παραμένουν στην παιδική τους μορφή και γίνονται ναρκισσισμός και συνεξάρτηση.

Οι ειδικοί λένε πως οι Ναρκισσιστές είναι οι πιο δυνατοί μαγνήτες για έναν άνθρωπο που κάνει σχέσεις εξάρτησης. Στην Αμερική, πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι, ειδικά γυναίκες, έχουν την ‘ταμπέλα’ του συνεξαρτώμενου (η συνεξάρτηση δεν έχει συμπεριληφθεί μέχρι τώρα στο DSM και γι αυτό δεν χρησιμοποιώ τη λέξη διάγνωση) Πολλές έρευνες ισχυρίζονται πως η συνεξάρτηση συσχετίζεται με την κατάθλιψη  (Hughes-Hammer, Martsolf & Zeller, 1998; Doheny, 2000) και πως μπορεί να οδηγήσει σε πιο σύνθετα προβλήματα (Sadock & Sadock, 2000)

Το θέμα θα συνεχιστεί σε επόμενο ποστ και θα επικεντρωθεί στο πως μπορεί κάποιος να ζητήσει και να πάρει βοήθεια.