
Κάποιοι χωρισμοί μας αφήνουν μετέωρους. Μπορεί να έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια, αλλά δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε. Δεν είναι επειδή είμαστε “αδύναμοι” ή “εμμονικοί” αλλά πολλές φορές έχουμε την αίσθηση πως ο εγκέφαλός μας φαίνεται να έχει δυο ξεχωριστά κέντρα συνείδησης τα οποία λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο, επικοινωνούν μεταξύ τους με δυσκολία και χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποδεχτούν την πραγματικότητα που βιώνει το ένα ή το άλλο.
Η “λογική σκέψη”, το “λογικό μυαλό” είναι γρήγορο, πρακτικό και σαφές. Βλέπει τα δεδομένα ως έχουν και σου λέει “προχώρα”. Η άλλη πλευρά η “συναισθηματική σκέψη”, το “συναισθηματικό μυαλό”, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και αρνείται να αποδεχτεί σχεδόν όλα όσα του λέει η άλλη. Μπορεί και ακολουθεί, καταλαβαίνει όλες τις λέξεις, αλλά μετά, ξεγλιστράει αθόρυβα και πάει αλλού γιατί λειτουργεί με αναμνήσεις και προσδοκίες. Δεν ενδιαφέρεται για τα facts και δεν πείθεται ότι έχει μπλοκαριστεί από παντού, ότι έχει αναπάντητα μηνύματα και γι’αυτό άλλωστε κάνει διάφορα σχέδια όπως: “μήπως να στείλω ένα τελευταίο μήνυμα; να περάσω τυχαία από το μέρος που συχνάζει; να γράψω ένα γράμμα που θα εξηγώ τι πραγματικά ένιωθα;”
Σε κάθε τέτοια ιδέα, η λογική σκέψη σπεύδει να απαντήσει. Ίσως κάποτε σε αγάπησε, αλλά τώρα προφανώς όχι. Πώς θα μπορούσες να νιώσεις ασφάλεια με κάποιον που σου φέρθηκε έτσι; Και το συναισθηματικό μυαλό ακούει ευγενικά, έπειτα γυρίζει αλλού και αρχίζει να σιγοτραγουδάει, να εξιδανικεύει. “ήταν πρότυπο καλοσύνης και τρυφερότητας. ποτέ δεν είχα γνωρίσει τέτοιον άνθρωπο”.
Το λογικό μυαλό σοκάρεται. Βλέπει κίνδυνο, παλιές πληγές να ανοίγουν, αξιοπρέπεια να γκρεμίζεται και συνειδητοποιεί πως εάν συνεχιστεί έτσι, το σύστημα θα καταρρεύσει. Και τότε κάνει αυτό που ξέρει καλά. Χτυπάει δυνατά τον συναγερμό και κάνει παρέμβαση στην κρίση. Επιβάλλει ένα ταξίδι στο εξωτερικό για αλλαγή παραστάσεων ή μια επίσκεψη σε ψ.
Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι δύο πλευρές χρειάζονται διαφορετικούς χρόνους. Η μια πλευρά καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως. Η άλλη χρειάζεται καιρό γιατί πολλές φορές προχωράει με ρυθμό χελώνας. Όμως, κάποια στιγμή, ο χρόνος, οι καινούργιες εμπειρίες, τα μικρά βήματα προς τα έξω, θα μαλακώσουν αρκετά την άρνηση. Ίσως να υπάρχουν εκρήξεις αγάπης αλλά θα είναι πιο αραιές και δεν θα κρατάνε τόσο. Θα επιτευχθεί ένα είδος συμφωνίας μεταξύ των δυο. “λοιπόν, οκ, μπορείς αν θες να συνεχίσεις να πιστεύεις σ’αυτόν/ην, αλλά στο μεταξύ μήπως μπορούμε να αποδεχθούμε και την πρόσκληση για φαγητό ή ποτό;”
Και τότε, θα αρχίζει να θυμάται λιγότερο και να ταλαιπωρείται όλο και πιο σπάνια.
Και η λογική υπόσχεται ότι την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτική.


