Γιατί δυσκολευόμαστε να ξεπεράσουμε κάποιους ανθρώπους;

Κάποιοι χωρισμοί μας αφήνουν μετέωρους. Μπορεί να έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια, αλλά δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε. Δεν είναι επειδή είμαστε “αδύναμοι” ή “εμμονικοί” αλλά πολλές φορές έχουμε την αίσθηση πως ο εγκέφαλός μας φαίνεται να έχει δυο ξεχωριστά κέντρα συνείδησης τα οποία λειτουργούν με  διαφορετικό τρόπο, επικοινωνούν  μεταξύ τους με δυσκολία και χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποδεχτούν την πραγματικότητα που βιώνει το ένα ή το άλλο.

Η “λογική σκέψη”, το “λογικό μυαλό” είναι γρήγορο, πρακτικό και σαφές. Βλέπει τα δεδομένα ως έχουν και σου λέει “προχώρα”. Η άλλη πλευρά η “συναισθηματική σκέψη”, το “συναισθηματικό μυαλό”, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και αρνείται να αποδεχτεί σχεδόν όλα όσα του λέει η άλλη.  Μπορεί και ακολουθεί, καταλαβαίνει όλες τις λέξεις, αλλά μετά, ξεγλιστράει αθόρυβα και πάει αλλού γιατί λειτουργεί με αναμνήσεις και προσδοκίες. Δεν ενδιαφέρεται για τα facts και δεν πείθεται ότι έχει μπλοκαριστεί από παντού, ότι έχει αναπάντητα μηνύματα και γι’αυτό άλλωστε κάνει διάφορα σχέδια όπως: “μήπως να στείλω ένα τελευταίο μήνυμα; να περάσω τυχαία από το μέρος που συχνάζει; να γράψω ένα γράμμα που θα εξηγώ τι πραγματικά ένιωθα;”  

Σε κάθε τέτοια ιδέα, η λογική σκέψη σπεύδει να απαντήσει. Ίσως κάποτε σε αγάπησε, αλλά τώρα προφανώς όχι. Πώς θα μπορούσες να νιώσεις ασφάλεια με κάποιον που σου φέρθηκε έτσι; Και το συναισθηματικό μυαλό ακούει ευγενικά, έπειτα γυρίζει αλλού και αρχίζει να σιγοτραγουδάει, να εξιδανικεύει. “ήταν πρότυπο καλοσύνης και τρυφερότητας. ποτέ δεν είχα γνωρίσει τέτοιον άνθρωπο”. 

Το λογικό μυαλό σοκάρεται. Βλέπει κίνδυνο, παλιές πληγές να ανοίγουν, αξιοπρέπεια να γκρεμίζεται και συνειδητοποιεί πως εάν συνεχιστεί έτσι, το σύστημα θα καταρρεύσει. Και τότε κάνει αυτό που ξέρει καλά. Χτυπάει δυνατά τον συναγερμό και κάνει παρέμβαση στην κρίση. Επιβάλλει ένα ταξίδι στο εξωτερικό για αλλαγή παραστάσεων ή μια επίσκεψη σε ψ. 

Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι δύο πλευρές χρειάζονται διαφορετικούς χρόνους. Η μια πλευρά καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως. Η άλλη χρειάζεται καιρό γιατί πολλές φορές προχωράει με ρυθμό χελώνας. Όμως, κάποια στιγμή, ο χρόνος, οι καινούργιες εμπειρίες, τα μικρά βήματα προς τα έξω, θα μαλακώσουν αρκετά την άρνηση. Ίσως να υπάρχουν εκρήξεις αγάπης αλλά θα είναι πιο αραιές και δεν θα κρατάνε τόσο. Θα επιτευχθεί ένα είδος συμφωνίας μεταξύ των δυο. “λοιπόν, οκ, μπορείς αν θες να συνεχίσεις να πιστεύεις σ’αυτόν/ην, αλλά στο μεταξύ μήπως μπορούμε να αποδεχθούμε και την πρόσκληση για φαγητό ή ποτό;” 

Και τότε, θα αρχίζει να θυμάται λιγότερο και να ταλαιπωρείται όλο και πιο σπάνια.
Και η λογική υπόσχεται ότι την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτική.

Ό,τι χρειαστείς, είμαι εδώ για σένα

Πριν λίγο καιρό μια φιλη μου περιέγραφε εντυπωσιασμένη ένα περιστατικό. Μια φίλη της -ας την πούμε Μαρία- ενώ χάζευε στο κινητό της, ήρθε ένα μήνυμα από τον ας τον πούμε Γιώργο που της άρεσε πολύ και που περίμενε για μέρες. Ενθουσιάστηκε αλλά τελικά το μήνυμα ήταν ένα απλό: “τι κάνεις;”. Παρορμητικά άρχισε να απαντάει με ύφος ειρωνικό και κάπως πειραγμένο “μια χαρά, θυμήθηκες ότι υπάρχω;”. Τελικά δεν το έστειλε γιατί σκέφτηκε πως η απάντηση θα έπρεπε να είναι προσεγμένη. Θα έπρεπε να δείχνει ευγενική, αλλά όχι πολύ πρόθυμη. Ενδιαφέρουσα, αλλά με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο. Αποστασιοποιημένη με μια μικρή δόση αδιαφορίας. 

Δεν παίρνει καν τηλέφωνο μια φίλη της για να το συζητήσουν και να το αναλύσουν. Ανοίγει το ChatGPT. «Πώς να απαντήσω σε ένα μήνυμα από το αγόρι που μου αρέσει, χωρίς να φανώ πειραγμένη ή θυμωμένη, αλλά ευγενικά αποστασιοποιημένη;». Μέσα σε δευτερόλεπτα, εμφανίζονται διάφορες προτάσεις: «Γεια σου! Όλα καλά, αρκετά απασχολημένη τελευταία. Εσύ;» ή «Χαίρομαι που ρωτάς! Περνάω μια ενδιαφέρουσα περίοδο, εσύ πώς είσαι;». Το ChatGPT τελειώνει με τη φράση “Αν χρειαστείς οτιδήποτε άλλο, είμαι εδώ για σένα”. Η Μαρία διαβάζει, προσαρμόζει και τελικά στέλνει την τέλεια απάντηση.

Η ανθρώπινη επικοινωνία σχεδόν πάντα ήταν περίπλοκη. Η ανάγκη μας να την “φτιάχνουμε” δεν είναι καινούργια. Η επεξεργασία των συναισθημάτων, η εσωτερική διεργασία πριν απαντήσουμε σε κάποιον, η αυθόρμητη ή προσεκτική διατύπωση των λέξεων, όλα αυτά είναι μέρος του τρόπου που σχετιζόμαστε. Όταν όμως στρεφόμαστε στην τεχνητή νοημοσύνη για να μας δώσει τις “σωστές” λέξεις, η διαδικασία της επικοινωνίας μετατοπίζεται από την εσωτερική διερεύνηση στην εξωτερική διαμεσολάβηση.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει συναισθήματα, δεν γνωρίζει την ιστορία μας, δεν μπορεί να ξέρει τις αποχρώσεις της σχέσης μας με τον άλλον άνθρωπο. Δεν έχει αβεβαιότητα, δεν κάνει παύσεις, δεν ψάχνει λέξεις που να αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα αυτού που νιώθουμε. Αντί να σταθούμε για λίγο με την αμφιθυμία μας, να πάρουμε την ευθύνη της απάντησης, της ερμηνείας και του συναισθηματικού ρίσκου, αφήνουμε έναν αλγόριθμο να κάνει αυτή τη δουλειά για εμάς. Δεν μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε την αμηχανία μας, αλλά να την καλύπτουμε. Δεν αντέχουμε την αβεβαιότητα μιας συνομιλίας και θέλουμε να την ελέγχουμε και να την προγραμματίζουμε εκ των προτέρων.  Έτσι αποφεύγουμε και την επαφή με τα συναισθήματά μας και την ικανότητα να μας ακούμε. 

Μήπως τελικά χάνουμε την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε αυθεντικά; Ή μήπως απλώς προσαρμοζόμαστε σε μια νέα εποχή επικοινωνίας όπου η τεχνολογία γίνεται σύμμαχος στη διαμόρφωση της κοινωνικής μας ταυτότητας;

Περισσότερη κατανόηση, λιγότερες ταμπέλες

Οι ψυχολογικές ταμπέλες κυκλοφορούν πιο εύκολα από ποτέ. Όροι όπως “νάρκισσος”, “διπολικός”, “τραύμα”, “ανορεξία”, “εξάρτηση”, “μετατραυματικό στρες”, “αυτιστικός” χρησιμοποιούνται συχνά σαν ετικέτες που απλοποιούν υπερβολικά την ανθρώπινη εμπειρία. Το DSM – το εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους επαγγελματίες – καταλήγει πολλές φορές να γίνεται τρόπος να κατηγοριοποιούμε πρόχειρα ανθρώπους και συμπεριφορές.

Όμως οι διαγνώσεις δεν είναι απλές ταμπέλες. Απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση, κατανόηση και – κυρίως – δεν ορίζουν απόλυτα την ταυτότητα ενός ανθρώπου. Η ανθρώπινη ψυχολογία δεν χωράει σε έτοιμα κουτάκια. Αντί να βιαζόμαστε να “βαφτίζουμε” τους άλλους (ή τον εαυτό μας), μπορούμε να εστιάσουμε στην κατανόηση, τη σύνδεση και την ουσιαστική διερεύνηση, δηλαδή, να ακούσουμε προσεκτικά, να εξετάσουμε τις εμπειρίες πίσω από τις συμπεριφορές, να δούμε τον άνθρωπο πέρα από την ετικέτα.

Από τις Οθόνες στο Τραπέζι. Η Ανάγκη για Σύνδεση.

Η ανάγκη για σύνδεση είναι μια βαθιά βιολογική και ψυχολογική επιθυμία που διαμορφώνει τη ζωή μας.  Όμως, όπως γράφει στο The Atlantic, ο Derek Thompson στο πρόσφατο άρθρο του “The Antisocial Century”, οι σύγχρονες κοινωνίες φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Thompson περιγράφει μια αυξανόμενη μοναξιά, με τους Αμερικανούς να περνούν όλο και λιγότερο χρόνο με άλλους ανθρώπους, γεγονός που επηρεάζει τις προσωπικότητές τους, την πολιτική τους στάση, τη σχέση τους με την πραγματικότητα, ακόμα και τη διατροφική τους συμπεριφορά αφού τείνουν να τρώνε περισσότερο μόνοι τους παραμελώντας κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται με το φαγητό. Μεταξύ 2003 και 2023, η κοινωνική επαφή μειώθηκε δραματικά, ενώ οι ώρες που περνάμε μπροστά από τις οθόνες αυξήθηκαν.

Η μοναξιά, σημειώνει, δεν είναι απλώς μια αίσθηση. Είναι ένα “σήμα” που μας καλεί να επανασυνδεθούμε, να ξαναβρούμε τη ζεστασιά της φυσικής παρουσίας. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πολλοί από εμάς επιλέγουμε να παραμείνουμε απομονωμένοι, ενισχύοντας μια κοινωνία που τείνει προς την αποξένωση.

Και εδώ έρχεται το “κίνημα της τραπεζαρίας”, μια πρωτοβουλία που μοιάζει να απαντά σε αυτή την τάση. Σε μια εποχή όπου τα κοινά γεύματα αντικαθίστανται από φαγητό μπροστά στην τηλεόραση ή το κινητό, η ιδέα της συνάντησης γύρω από ένα τραπέζι αποκτά νέο νόημα. Μικρές ομάδες ανθρώπων συγκεντρώνονται, μοιράζονται στιγμές, φαγητό, και πάνω απ’ όλα, επαφή.

Το φαγητό δεν είναι μόνο τροφή για το σώμα. Είναι μια αφορμή να συναντηθούμε, να κοιταχτούμε στα μάτια και να ξαναβρούμε το “εμείς” που φαίνεται να χάνεται στη σύγχρονη εποχή. Μέσα από τέτοιες στιγμές, αντιστεκόμαστε στην απομόνωση που περιγράφει ο Thompson, αποδεικνύοντας πως ακόμα και σε μια εποχή οθονών, η ανθρώπινη επαφή παραμένει ανεκτίμητη.

Ίσως τελικά, αυτό που αναζητούμε δεν είναι απλώς η σύνδεση, αλλά η επανασύνδεση με τον εαυτό μας και τους άλλους – ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, ένα πιάτο που μοιραζόμαστε.

Όµοιος οµοίω αεί πελάζει; 

Συχνά, τείνουμε να αναζητούμε φίλους που μας μοιάζουν – ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια πιστεύω, ενδιαφέροντα και συνήθειες. Ωστόσο, οι πιο ουσιαστικές και μεταμορφωτικές φιλίες προκύπτουν όταν συναντάμε εκείνους που μας ισορροπούν, τους φίλους που συμπληρώνουν τις αδυναμίες μας και μας βοηθούν να ανακαλύψουμε νέες πτυχές του εαυτού μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι μπορεί να μας ελκύουν φιλικές σχέσεις με ανθρώπους που φαινομενικά, είναι εντελώς διαφορετικοί από εμάς. Βλέπουμε σε αυτούς, έστω και αμυδρά, την ισορροπία των δικών μας μονόπλευρων πτυχών. Συχνά αυτές οι φιλίες αντιμετωπίζονται με δυσπιστία γιατί κυριαρχεί η πεποίθηση ότι “όμοιος με όμοιο” είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να διατηρηθεί μια φιλία. Όμως, ένας άνθρωπος στα εξήντα του μπορεί να βρει βαθιά αξία σε μια φιλία με κάποιον στα τριάντα του, και το αντίστροφο.  Ο μεγαλύτερος έχει μια αίσθηση πως είναι επίκαιρος, ενεργός, με ζωντάνια, ενώ ο νεότερος βλέπει και βιώνει μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Βέβαια αυτές οι επαφές δεν ενθαρρύνονται και έτσι αυτές οι φιλίες παραμένουν στις παρυφές της καθημερινότητας, παρόλο που έχουν τη δύναμη να εμπλουτίσουν τις ζωές μας βαθιά. 

Με τον ίδιο τρόπο, κάποιος που είναι κλειστός ή ντροπαλός ίσως να μην μπορούσε να βρει καλύτερο φίλο από έναν κοινωνικά άνετο και σίγουρο άνθρωπο – κάποιον που μπορεί να κατευνάσει την ανησυχία του όταν βρίσκεται ανάμεσα σε άλλους. Αντίστοιχα, ένας  κοινωνικός τύπος, μπορεί να έχει ανάγκη έναν φίλο που να κατανοεί, να εκτιμά και να ενθαρρύνει την πιο ήσυχη, στοχαστική του πλευρά. Είναι πολύ βοηθητικό να ξέρεις πως όταν πρέπει να πάρεις μια απόφαση -μικρή ή μεγάλη- και θες μια διαφορετική άποψη, θα ρωτήσεις μια φίλη/φίλο που σε ξέρει,  “φίλε, εσύ τι λες να κάνω;” 

Παρόλα αυτά, υποθέτουμε λανθασμένα ότι οι άνθρωποι αναζητάμε μόνο αυτό που μας μοιάζει. Υπάρχει μια απροθυμία να αποδεχθούμε ότι ο επιστημονας και ο καλλιτέχνης, ο αριστερός και ο δεξιός, ο φτωχός και ο πλούσιος, ο υπερβολικά αθλητικός και ο νωχελικός μπορεί – σε επίπεδο φιλίας – να αναζητούν ο ένας τον άλλον.

Η διαφορετικότητα στις φιλίες μας δεν αποτελεί απειλή αλλά είναι μια ανεκτίμητη ευκαιρία για προσωπική και συναισθηματική ανάπτυξη. Μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον δικό μας τρόπο και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου. Οι φίλοι που μας ισορροπούν δεν μας αλλάζουν, μας ολοκληρώνουν. Μέσα από αυτούς, μαθαίνουμε να βλέπουμε τις διαφορές όχι ως εμπόδια, αλλά ως γέφυρες που μας οδηγούν σε έναν πιο πλούσιο και ισορροπημένο εαυτό.

Εκείνοι που αποφάσισαν να μην βγαίνουν πια ραντεβού

Σε αυτό το άρθρο, η Faith Hill γράφει για την εμπειρία εκείνων που αποφάσισαν να σταματήσουν να αναζητούν ρομαντικές σχέσεις, απογοητευμένοι από τη διαδικασία των ραντεβού ή την πίεση που συνοδεύει την προσπάθεια εύρεσης συντρόφου. Περιγράφει πώς αυτή η επιλογή δεν είναι απλώς μια παύση από τα dating apps, αλλά μια βαθύτερη αποδοχή της πιθανότητας να μην βρουν ποτέ αυτό που αναζητούν και την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τη ζωή τους πέρα από τη ρομαντική αγάπη. Στρέφονται σε άλλα πράγματα, όπως η προσωπική ανάπτυξη, οι φιλίες και οι ατομικές επιδιώξεις, επιλέγοντας να χτίσουν μια ζωή με νόημα που δεν εξαρτάται από τη συντροφικότητα.

Σύμφωνα με την αρθρογράφο, η απόφαση να σταματήσει να βγαίνει κάποιος ραντεβού δεν είναι ένδειξη παραίτησης ή ήττας, αλλά μια συνειδητή επιλογή που επιτρέπει στους ανθρώπους να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους. Το να “παραιτηθείς” από τα ραντεβού δεν σημαίνει να εγκαταλείψεις την αγάπη ή την σύνδεση, αλλά να αναγνωρίσεις ότι η ευτυχία και η ολοκλήρωση μπορούν να βρεθούν και αλλού.

Η αλήθεια είναι πως η επιλογή να σταματήσει κάποιος να βγαίνει ραντεβού μπορεί να είναι και μια πράξη αυτοσεβασμού και αυτογνωσίας, ειδικά αν η διαδικασία γίνεται πηγή άγχους και απογοήτευσης. Βέβαια, η πλήρης παραίτηση από την ιδέα του ρομαντισμού, της συντροφικότητας μπορεί να είναι και μια απόφαση που λαμβάνεται λόγω απογοήτευσης, ματαίωσης ή φόβου. Είναι ωραίο να είμαστε ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες χωρίς να βάζουμε τη ζωή μας σε αναμονή ή να στηρίζουμε την αξία μας στην εύρεση συντρόφου.

Η αυτογνωσία και η αποδοχή του εαυτού μας –με ή χωρίς σύντροφο– είναι η αφετηρία μιας ικανοποιητικής ζωής. Δεν είναι κακό να παίρνουμε απόσταση, να εστιάζουμε στον εαυτό μας και να επαναπροσδιορίσουμε τι μας γεμίζει. Αυτό που έχει σημασία είναι η πρόθεση πίσω από την απόφαση: γίνεται από φόβο ή από αγάπη για τον εαυτό μας;

Νέο έτος, νέα ματιά

Συνήθως  ξεκινάμε κάθε νέα χρονιά παίρνοντας αποφάσεις, θέτοντας στόχους και σχέδια για τους μήνες που έρχονται. Όποια μορφή και αν έχουν, προέρχονται από μια παρόμοια αίσθηση. Ότι δεν είμαστε ακριβώς εκεί που θέλουμε να βρισκόμαστε και μια έντονη επιθυμία ή ανάγκη να κάνουμε μια αλλαγή. 

Ίσως αυτό που μας λείπει είναι μια βαθύτερη κατανόηση του τι πραγματικά σημαίνει μια «καλή» ζωή. Αυτό που ονομάζουμε καλή και ουσιαστική ζωή δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα περιστασιακών στιγμών ευτυχίας, αλλά και μια δέσμευση σε αξίες που δίνουν νόημα. 

Η αυτογνωσία, η ικανότητα να κατανοούμε τις πραγματικές μας ανάγκες, τις επιθυμίες και τα όριά μας. Χωρίς αυτή την εσωτερική κατανόηση, είναι εύκολο να παρασυρθούμε από εξωτερικές πιέσεις και επιφανειακούς στόχους. Η επίγνωση μας βοηθά να ζούμε μια ζωή που αντικατοπτρίζει τις πιο βαθιές μας αξίες και φιλοδοξίες.

Η σύνδεση, η επαφή με τους άλλους. Μια ουσιαστική ζωή χαρακτηρίζεται από σχέσεις που βασίζονται στην ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη και την αμοιβαία υποστήριξη. Όταν επενδύουμε σε αυθεντικές σχέσεις, βρίσκουμε τη δύναμη να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις της ζωής και να μοιραζόμαστε τις χαρές της.

Η αποδοχή της αλλαγής και η ικανότητα να προσαρμοζόμαστε σε νέες καταστάσεις μας επιτρέπουν να εξελισσόμαστε διαρκώς, διατηρώντας την περιέργεια και τη διάθεση για μάθηση. Η αποδοχή του ότι δεν είμαστε τέλειοι. Το να αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες και τις ατέλειές μας δεν είναι ένδειξη αποτυχίας, αλλά πράξη ενηλικίωσης και συμπόνιας για τον εαυτό μας. 

Η αποδοχή της ευαλωτότητάς μας. Συχνά, οι άλλοι μας προτρέπουν να δείχνουμε δυνατοί, ακλόνητοι και αυτάρκεις. Όμως, η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία. Όταν αποδεχόμαστε την ανθρώπινη φύση μας, μαθαίνουμε να ζητάμε βοήθεια, να μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας και να ανοίγουμε την καρδιά μας. Αυτό μας φέρνει πιο κοντά στη συμπόνια, τόσο για εμάς όσο και για τους γύρω μας, και μας διδάσκει ότι δεν είμαστε μόνοι στις δυσκολίες μας.

Μια ουσιαστική ζωή δεν περιορίζεται μόνο στην προσωπική μας ανάπτυξη, αλλά περιλαμβάνει και την ικανότητα να υπερβούμε τον εαυτό μας. Η υπέρβαση αυτή σημαίνει να στρέψουμε την προσοχή μας από τις δικές μας ανησυχίες προς κάτι μεγαλύτερο.  Όταν καταφέρνουμε να δούμε πέρα από τα στενά όρια του εγώ μας, ανακαλύπτουμε μια βαθύτερη αίσθηση σκοπού και πληρότητας. Η υπέρβαση του εαυτού δεν είναι η άρνηση της ατομικότητάς μας, αλλά μια πράξη που μας συνδέει με το συλλογικό, με την ανθρωπότητα και με ό,τι μας ενώνει σε ένα ευρύτερο, πιο ουσιαστικό πλαίσιο.

Η ζωή φέρνει στιγμές απογοήτευσης και θλίψης που δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε. Όμως, υπάρχει ένας ιδιαίτερος τρόπος να αγκαλιάζουμε την απελπισία μας με αισιοδοξία, να την αποδεχόμαστε χωρίς να την αφήνουμε να μας κατακλύζει. Το να απελπιζόμαστε με αισιοδοξία σημαίνει να αναγνωρίζουμε τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, αλλά ταυτόχρονα να θυμόμαστε πως υπάρχει πάντα περιθώριο για φως και αλλαγή. Είναι μια στάση που μας επιτρέπει να βλέπουμε τις δυσκολίες ως προσωρινές, να γελάμε με την ανθρώπινη ατέλεια και να συνεχίζουμε με ελπίδα για το μέλλον.
Καλή Χρονιά.

Ο βαρετός άνθρωπος

Με κάποιους ανθρώπους -επιτυχημένους, έξυπνους, εξαιρετικά ευγενικούς, με καλές προθέσεις- είναι δύσκολο να μένουμε ξύπνιοι όταν τους συναναστρεφόμαστε. Μπορεί να είναι κάποιος πολύ κοντινός μας, ο γονιός μας, το παιδί μας, ένας φίλος που έχουμε καλέσει στο σπίτι για να του κάνουμε το τραπέζι και δεν φεύγει με τίποτα. Πολλές φορές λέμε πως εμείς είμαστε πολύ κουρασμένοι, υπερβολικοί ή πως έχουμε αλλάξει και πλέον δεν ανεχόμαστε το παραμικρό και πως θέλουμε οι κοντινές μας σχέσεις να είναι εύκολες. 

Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο βαρετό; Κάποιος γίνεται πραγματικά πολύ βαρετός όταν μιλάει για ένα πράγμα, ενώ στην πραγματικότητα θα “έπρεπε” να μιλάει για κάτι άλλο. Συνήθως μιλάνε εκτενώς για πολύ σημαντικά θέματα όπως π.χ. πώς διαχέονται τα μόρια στο κενό, τις οικονομικές προοπτικές της Ινδονησίας τους επόμενους 3 μήνες, για πολιτική, ενώ στην πραγματικότητα αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή με κάτι άλλο. Το αποτέλεσμα για τους γύρω τους θα είναι να μην ακούνε τίποτα από όσα λένε. Εξάλλου ένα «ενδιαφέρον» θέμα μπορεί να είναι μόνο έτσι αν δεν είναι ταυτόχρονα μια αποφυγή.

Τι μπορεί να αποφεύγει τότε ένας βαρετός άνθρωπος; Το θέμα που τους ταλαιπωρεί είναι πολύ μακριά από αυτό που συζητούν. Όχι η ισπανική τέχνη του 19ου αιώνα, αλλά το πόσο απογοητευμένος αισθάνεται με τη ζωή του. Όχι οι εκλογές αλλά η θλίψη τους για τον πρόσφατο χωρισμό τους. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να μην μιλήσει, μαζεύει αμέτρητες λέξεις για να καταφέρει μια μεγάλη απόσταση μεταξύ του εαυτού του και κάποιων συγκεκριμένων λέξεων. Ο βαρετός άνθρωπος δεν είναι στην πραγματικότητα βαρετός, βρίσκεται σε μια συνεχή φυγή από αυτό που είναι βαθιά και αγωνιώδες ενδιαφέρον μέσα του.

Θα μπορούσαμε να είμαστε σε επαφή και να παρατηρούμε πότε βαριόμαστε και ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να πούμε κάτι όπως π.χ. “όλα αυτά είναι πολύ εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα και θα ήθελα να ακούσω κάτι πιο δικό σου, πιο προσωπικό”. Και αντί αυτό να φαίνεται σαν προσβολή, θα καταλάβουν πως έχουν λείψει πολύ στον φίλο τους και πως είναι κάποιος που μπορεί να αντέξει τη θλίψη τους, τη ματαίωσή τους, την απελπισία τους και αυτό θα είναι μια ευκαιρία να ξανασυναντήσουν τον αληθινό τους εαυτό. 

Γιατί δυσκολευόμαστε να ακούμε τα καμπανάκια;

Η ικανότητα να αναγνωρίζουμε και να αντιδρούμε στα καμπανάκια κινδύνου -ή όπως πιο συχνά διαβάζουμε στα red flags- έχει τις ρίζες του και στις εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας. Για παράδειγμα, το να μεγαλώνει κάποιος σε μια δυσλειτουργική οικογένεια μπορεί να οδηγήσει σε μια στρεβλή αντίληψη των σχέσεων και είναι “εύκολο” να μάθει να δίνει προτεραιότητα στην ηρεμία έναντι της δικής του ευημερίας, με αποτέλεσμα να αγνοεί τις άσχημες συμπεριφορές των άλλων.

Εξάλλου τι άλλες επιλογές έχει ένα παιδί; Να καλέσει την αστυνομία; να μιλήσει στους φίλους του; να αντιμετωπίσει έναν ενήλικα; Η επιβίωσή του εξαρτάται ακριβώς από το να μην βλέπει ή να ερμηνεύει ως δικό του λάθος οποιαδήποτε προβληματική δυναμική που μπορεί να υπάρχει. Κυρίως όμως μπορεί να αγαπάει πολύ τους ανθρώπους που είναι ντυμένοι στα κόκκινα. Τους ενδιαφέρει τι κάνουν οι φροντιστές του και αν είναι καλά. Μπορεί αρκετές φορές να είναι δύσκολοι μαζί του, αλλά επιλέγει να επικεντρωθεί στις ωραίες στιγμές και ποτέ δεν θα κάνει μεγάλο θέμα για όλα τα υπόλοιπα. Οι άνθρωποι ακούμε όσα καμπανάκια μπορουμε να αντέξουμε. 

Με ένα τέτοιο παρελθόν δεν θα θυμώσουν εύκολα, δεν θα φύγουν γρήγορα εάν δουν μια προβληματική συμπεριφορά από τους συντρόφους τους. Αν κάποιος τους πει ότι τους αγαπάει, είναι σχεδόν το μόνο που αρκεί για να υποθέσουν ότι τα πράγματα πάνε καλά. Γιατί να αρχίσουν να εστιάζουν σε κάποια αρνητικά που υπάρχουν στη σχέση; μπορεί να τους ενοχλεί λίγο εάν ο/η σύντροφός τους μιλάει με όποιον άλλον άνθρωπο βρίσκουν ελκυστικό, ότι δεν είναι συνεπείς σε τίποτα, ότι όλη μέρα κάθονται χωρίς να κάνουν κάτι και δεν φαίνονται και πρόθυμοι να κάνουν κάτι γι’αυτό, αλλά ξέρουν ότι υπάρχουν εκεί και προτιμούν να σκεφτούν κάτι άλλο. 

Όλοι οι άνθρωποι για να μπορούμε να παρατηρούμε, να ακούμε και να κάνουμε κάτι για τα καμπανάκια που χτυπάνε, βοηθάει να έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι η ευτυχία, η ασφάλεια και η ευημερία μας ήταν εξαιρετικά σημαντικά για κάποιον άλλον. Χρειαζόμαστε τη γνώση -όχι μόνο ως θεωρία αλλά βασικά ως βίωμα- ότι δεν θα επιτρέπουμε στους ανθρώπους να μας κακομεταχειρίζονται, ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία στο να μας εκμεταλλεύονται και ότι αν μας πούνε ψέματα, η ευθύνη είναι αποκλειστικά του ψεύτη. 

Το πρώτο βήμα προς την αλλαγή για έναν άνθρωπο που δυσκλεύεται, είναι να αναγνωρίσει αυτή τη δυσκολία χωρίς να επικρίνει τον εαυτό του. Πολλοί άνθρωποι εξαιρετικά έξυπνοι και ικανοί σε διάφορους τομείς, στις σχέσεις συχνά παρουσιάζουν μια μορφή επιλεκτικής αδιαφορίας. Συχνά οι άνθρωποι δεν έχουμε την τάση να εντοπίζουμε τα προβλήματα, επειδή δεν αγαπηθήκαμε ποτέ αρκετά ώστε να νιώθουμε πως αξίζουμε να ζούμε χωρίς αυτά.

Θα βοηθήσει να αρχίσουν να στέκονται και να κάνουν στον εαυτό τους κάποιες απλές ερωτήσεις: μας φέρονται καλά; συμφωνούμε με όσα μας συμβαίνουν; τολμάμε να εκφράσουμε τα παράπονά μας; νιώθουμε πραγματικά ευτυχισμένοι;

Για κάποιους, αυτές είναι συνηθισμένες και λογικές ερωτήσεις. Για κάποιους άλλους όμως, αποτελούν την αρχή μιας ουσιαστικής ικανότητας να φροντίζουν τον εαυτό τους με περισσότερη προσοχή και τρυφερότητα.

Το κατάρτι του Οδυσσέα και η παρέμβαση των φίλων στη ζωή μας 

Στην Οδύσσεια διαβάζουμε μια από τις πιο διδακτικές ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, εκείνη του Οδυσσέα, που πέρασε κοντά από τον τόπο όπου έμεναν οι Σειρήνες που  γοήτευαν τους ναυτικούς με το τραγούδι τους και αυτοί μαγεμένοι, ξεχνούσαν τον προορισμό τους, τις ακολουθούσαν και έβρισκαν, εν τέλει, τον θάνατο. Ο Οδυσσέας ακούγοντας την Κίρκη για τον κίνδυνο που διέτρεχε περνώντας από εκεί, βούλωσε τα αυτιά των συντρόφων του με κερί και διέταξε να δέσουν τον ίδιο σε ένα κατάρτι για να μην τις ακολουθήσει.  Ήταν ο δεύτερος που γλίτωσε από τις Σειρήνες.

Όπως ο Οδυσσέας δέθηκε στο κατάρτι του πλοίου του και κατάφερε να αποφύγει τη γοητεία των Σειρήνων και σώθηκε, έτσι και σε μια δύσκολη στιγμή, αυτό που έχουμε είναι το δικό μας κατάρτι. Το εσωτερικό μας κατάρτι, ο εαυτός μας, ο τρόπος που θα μείνουμε στη θέση μας. Το κατάρτι θα μας βοηθήσει να μην ξεχάσουμε τον προορισμό μας, να μην πνιγούμε.

Όμως, μπορεί να υπάρχουν καταστάσεις όπου καμία διδακτική ιστορία και κανένα φιλοσοφικό επιχείρημα δεν είναι αποτελεσματικό. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτι τραγικό. Εξάλλου ο καθένας μας έχει διαφορετική εκδοχή για τις Σειρήνες του. Μπορεί να αφορά μια δύσκολη συναδελφική σχέση που προσπαθούμε να αγνοήσουμε, ή μια σχέση που πρέπει να τη διαχειριστούμε χωρίς συναίσθημα και να μας δυσκολεύει γιατί στην πραγματικότητα θα θέλαμε να πούμε όλα όσα σκεφτόμαστε, ή να θέλουμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον που μας έχει κινήσει το ενδιαφέρον αλλά δεν έχει και νόημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση, μπορεί να μην είναι η προσπάθεια για διανοητική κυριαρχία, αλλά η αναγνώριση ότι χρειαζόμαστε εξωτερική βοήθεια. Είναι η στιγμή που θα ζητήσουμε τη βοήθεια του “ναυτικού”, εκείνους που μπορούν να προβλέψουν τις αντιδράσεις μας, τις συμπεριφορές μας και που νοιάζονται.

Οι ώριμοι άνθρωποι ξέρουν πότε η ωριμότητα δεν είναι επιλογή. Υπάρχουν φορές που για μια φίλη, έναν φίλο το να μας ακούει σημαίνει να μην μας ακούει και εμείς να έχουμε επίγνωση πως είμαστε αρκετά δυνατοί για να ξέρουμε πόσο αδύναμοι είμαστε. Να καταλαβαίνουμε πως έχει έρθει η στιγμή να πούμε “προστάτεψέ με από αυτό που θέλω, δέσε με στο κατάρτι”.