Unknown's avatar

About nassiae

Ψυχοθεραπεία, Gestalt, EMDR, τραύμα, εξαρτήσεις, gestalt και επιχειρήσεις, γάτες. efthimiopoulou.n@gmail.com

Απλές, γιορτινές και δοκιμασμένες “συμβουλές”

Η περίοδος των εορτών συνήθως είναι μέρες χαράς, ξεκούρασης και συντροφικότητας αλλά σε πολλούς ανθρώπους πυροδοτούν και αισθήματα μοναξιάς κάνοντας τις γιορτές δύσκολα διαχειρίσιμες.

Σε αυτή την περίπτωση ίσως και να βοηθάει
Να περνάμε χρόνο με τον εαυτό μας από το να αποδεχόμαστε προσκλήσεις που δεν μας ευχαριστούν απλά για να μην είμαστε μόνοι.

Να ξαναδιαβάσουμε ένα αγαπημένο μας βιβλίο ή να δούμε για εκατοστή φορά μια αγαπημένη μας ταινία και που βασικά ξέρουμε το τέλος και δεν θα μας περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις.

Να σκεφτούμε και να οργανώσουμε κάτι ευχάριστο που θα θέλαμε πολύ να κάνουμε την καινούργια χρονιά.

Να επικοινωνήσουμε μ’έναν φίλο ή φίλη -χωρίς να σκεφτούμε πάλι εγώ θα στείλω;- μπορεί και εκείνοι να μην διανύουν την καλύτερη περίοδο της ζωής τους.

Να φτιάξουμε μια ωραία ατμόσφαιρα. Ένα κερί, ένα ωραίο φαγητό, ένα ρόφημα. Μπορεί να φαίνονται μικρά και ανούσια αλλά less is more.

Nα βρούμε χρόνο για πραγματική ξεκούραση. Ειδικά εάν κάποιες μέρες δεν δουλεύουμε κλείνουμε ξυπνητήρια, κάνουμε μια χαλαρή βόλτα και γενικά πράγματα απλά που στην καθημερινότητα δεν μπορούμε να τα ευχαριστηθούμε.

Να θυμόμαστε πως είναι μόνο λίγες μέρες που θα περάσουν πολύ πιο γρήγορα απ’όσο φοβόμαστε.

Kαλές γιορτές 🙂

Συγχωρώντας τον εαυτό μας

Η δυσκολία να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας για τα λάθη μας συνήθως βασίζεται σε ασταμάτητες συνήθως σκέψεις του πόσο τελικά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί δύσκολες καταστάσεις. Επιστρέφουμε εμμονικά ξανά και ξανά στα λάθη και τις παραλείψεις, συγκρίνοντας αυτό που συνέβη με αυτό που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν δεν είχαμε υπάρξει τόσο αμελείς με εμάς και φοβιτσιάρηδες. Κατηγορούμε τον εαυτό μας, μας κρίνουμε ασταμάτητα βιώνοντας ένα πολύ δύσκολο παρόν ενώ ίσως είχαμε εναλλακτική που πλέον έχει χαθεί. 

Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαμε στείλει εκείνο το μήνυμα, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαμε εμπλακεί με εκείνο το άτομο, θα έπρεπε να είχαμε ακούσει πιο προσεκτικά τη συμβουλή ενός δικού μας ανθρώπου, θα έπρεπε να ήμασταν συνεπείς με τις ιατρικές μας εξετάσεις.

Γιατί δεν είχαμε μεγαλύτερη διορατικότητα; Γιατί δεν δείξαμε περισσότερη αυτοσυγκράτηση; Γιατί αμελήσαμε τον εαυτό μας, την υγεία μας ενώ είμαστε τόσο φροντιστικοί με τους άλλους;   Όσο δεν βρίσκουμε απαντήσεις σ’αυτά τα ερωτήματα τόσο αυτά συνεχίζουν να είναι συνέχεια στο μυαλό μας με τρόπο βασανιστικό και τιμωρητικό. Ο θυμός και η θλίψη προς τον εαυτό μας δεν θα σταματήσουν όσο συγκρίνουμε τις δικές μας παραλείψεις και επιλογές με τις άψογες -ή τουλάχιστον αυτό υποστηρικτικές επιλογές των άλλων-.  

Αν θέλουμε να αποφύγουμε το δριμύ κατηγορώ προς τον εαυτό μας, ίσως βοηθήσει να βρούμε μια άλλη προσέγγιση. Δεν μπορούμε να εξηγούμε συνέχεια τα λάθη μας βάζοντας στο μικροσκόπιο τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Τα κάναμε θάλασσα επειδή είμαστε άνθρωποι, που αυτό σημαίνει ότι κάποιες φορές πορευόμαστε στη ζωή χωρίς τη γνώση και την εμπειρία που χρειάζονται για να μας εξασφαλίσουν μια ήρεμη, καλή ζωή.

Κάνουμε κακό στον εαυτό μας όταν συγκρινόμαστε μόνο με όσους έχουν πετύχει περισσότερο. Έτσι χάνουμε την εικόνα ότι πολλοί άλλοι έχουν υποφέρει εξίσου ή και περισσότερο. Η ζωή σπάνια είναι εύκολη δεν χρειάζεται να προσθέτουμε άλλο πόνο συγκρίνοντας συνεχώς. Δεν βοηθάει να ταυτιζόμαστε με ανθρώπους που μοιάζουν εξωτερικά (ηλικία, μόρφωση) αλλά είχαν τελείως διαφορετική αφετηρία:  άλλες εμπειρίες, άλλες δυσκολίες. Να δείχνουμε στον εαυτό μας συμπόνια, αναγνωρίζοντας τις δικές μας δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε. 

Ένας βαθμός μεταμέλειας μπορεί μερικές φορές να είναι χρήσιμος. Μπορεί να μας βοηθήσει να αποτιμήσουμε τα λάθη μας και να αποφύγουμε τα χειρότερα σφάλματα την επόμενη φορά, εάν έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Όμως η ανεξέλεγκτη αυτοκριτική δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό και πολλές φορές είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορούμε να αντέξουμε. Μπορεί να είμαστε ανόητοι, αμελείς, αλλά αυτό δεν μας κάνει κακούς, απλώς επιβεβαιώνει ότι ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος, γεγονός για το οποίο αξίζουμε απεριόριστη συμπόνια και κατανόηση.

Γιατί δυσκολευόμαστε να ξεπεράσουμε κάποιους ανθρώπους;

Κάποιοι χωρισμοί μας αφήνουν μετέωρους. Μπορεί να έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια, αλλά δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε. Δεν είναι επειδή είμαστε “αδύναμοι” ή “εμμονικοί” αλλά πολλές φορές έχουμε την αίσθηση πως ο εγκέφαλός μας φαίνεται να έχει δυο ξεχωριστά κέντρα συνείδησης τα οποία λειτουργούν με  διαφορετικό τρόπο, επικοινωνούν  μεταξύ τους με δυσκολία και χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποδεχτούν την πραγματικότητα που βιώνει το ένα ή το άλλο.

Η “λογική σκέψη”, το “λογικό μυαλό” είναι γρήγορο, πρακτικό και σαφές. Βλέπει τα δεδομένα ως έχουν και σου λέει “προχώρα”. Η άλλη πλευρά η “συναισθηματική σκέψη”, το “συναισθηματικό μυαλό”, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και αρνείται να αποδεχτεί σχεδόν όλα όσα του λέει η άλλη.  Μπορεί και ακολουθεί, καταλαβαίνει όλες τις λέξεις, αλλά μετά, ξεγλιστράει αθόρυβα και πάει αλλού γιατί λειτουργεί με αναμνήσεις και προσδοκίες. Δεν ενδιαφέρεται για τα facts και δεν πείθεται ότι έχει μπλοκαριστεί από παντού, ότι έχει αναπάντητα μηνύματα και γι’αυτό άλλωστε κάνει διάφορα σχέδια όπως: “μήπως να στείλω ένα τελευταίο μήνυμα; να περάσω τυχαία από το μέρος που συχνάζει; να γράψω ένα γράμμα που θα εξηγώ τι πραγματικά ένιωθα;”  

Σε κάθε τέτοια ιδέα, η λογική σκέψη σπεύδει να απαντήσει. Ίσως κάποτε σε αγάπησε, αλλά τώρα προφανώς όχι. Πώς θα μπορούσες να νιώσεις ασφάλεια με κάποιον που σου φέρθηκε έτσι; Και το συναισθηματικό μυαλό ακούει ευγενικά, έπειτα γυρίζει αλλού και αρχίζει να σιγοτραγουδάει, να εξιδανικεύει. “ήταν πρότυπο καλοσύνης και τρυφερότητας. ποτέ δεν είχα γνωρίσει τέτοιον άνθρωπο”. 

Το λογικό μυαλό σοκάρεται. Βλέπει κίνδυνο, παλιές πληγές να ανοίγουν, αξιοπρέπεια να γκρεμίζεται και συνειδητοποιεί πως εάν συνεχιστεί έτσι, το σύστημα θα καταρρεύσει. Και τότε κάνει αυτό που ξέρει καλά. Χτυπάει δυνατά τον συναγερμό και κάνει παρέμβαση στην κρίση. Επιβάλλει ένα ταξίδι στο εξωτερικό για αλλαγή παραστάσεων ή μια επίσκεψη σε ψ. 

Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι δύο πλευρές χρειάζονται διαφορετικούς χρόνους. Η μια πλευρά καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως. Η άλλη χρειάζεται καιρό γιατί πολλές φορές προχωράει με ρυθμό χελώνας. Όμως, κάποια στιγμή, ο χρόνος, οι καινούργιες εμπειρίες, τα μικρά βήματα προς τα έξω, θα μαλακώσουν αρκετά την άρνηση. Ίσως να υπάρχουν εκρήξεις αγάπης αλλά θα είναι πιο αραιές και δεν θα κρατάνε τόσο. Θα επιτευχθεί ένα είδος συμφωνίας μεταξύ των δυο. “λοιπόν, οκ, μπορείς αν θες να συνεχίσεις να πιστεύεις σ’αυτόν/ην, αλλά στο μεταξύ μήπως μπορούμε να αποδεχθούμε και την πρόσκληση για φαγητό ή ποτό;” 

Και τότε, θα αρχίζει να θυμάται λιγότερο και να ταλαιπωρείται όλο και πιο σπάνια.
Και η λογική υπόσχεται ότι την επόμενη φορά θα είναι πιο προσεκτική.

Η Συνεξάρτηση στον χώρο της εργασίας

Πολλοί εργαζόμενοι φτάνουν στα όρια της εξουθένωσης χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν με σαφήνεια τι τους έχει οδηγήσει ως εκεί. Κι αυτό γιατί, στην επιφάνεια, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Ούτε ο φόρτος εργασίας, ούτε ο τρόπος τους. Συνεχίζουν να δουλεύουν με συνέπεια, διάθεση, υπευθυνότητα. Δεν πρόκειται για εργαζόμενους που υστερούν σε απόδοση ή έχουν έλλειψη κινήτρων. Αντιθέτως, είναι εκείνοι που επαινούνται για την αφοσίωσή τους, που θεωρούνται «στήριγμα» της ομάδας, που αναλαμβάνουν ευθύνες πέρα από τον ρόλο τους, που σπεύδουν να καλύψουν τα κενά των άλλων. Το παράδοξο είναι πως αυτό το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς -που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με επαγγελματική αριστεία- μπορεί, στην πραγματικότητα, να αποτελεί έκφραση μιας πιο βαθιάς ψυχοδυναμικής. Μιας ασυνείδητης -τις περισσότερες φορές- εσωτερικής ανάγκης να είμαστε απαραίτητοι, χρήσιμοι, διαρκώς διαθέσιμοι, ακόμα και με τίμημα την προσωπική μας ευημερία.

Η συνεξάρτηση (codependency) δεν είναι επίσημη ψυχιατρική διάγνωση, αλλά είναι ένας τρόπος περιγραφής σχέσεων όπου ο άνθρωπος παίρνει αίσθηση αξίας μέσα από την ικανοποίηση των αναγκών των άλλων. Αν και η έννοια αυτή ξεκίνησε από τη μελέτη οικογενειών με ιστορικό εθισμών, σήμερα αναγνωρίζεται ότι οι συνεξαρτητικές δυναμικές μεταφέρονται και στον επαγγελματικό χώρο και μάλιστα σε περιβάλλοντα που δεν έχουν καμία σχέση με επαγγέλματα φροντίδας ή ψυχικής υγείας.

Στο εργασιακό περιβάλλον, η συνεξάρτηση παίρνει τη μορφή της υπερβολικής ανάληψης ευθυνών, της αδυναμίας να ειπωθεί «όχι», της συνεχούς ανάγκης για επιβεβαίωση και της εσωτερικής πίεσης να «είμαι πάντα χρήσιμος». Ένας εργαζόμενος που αναλαμβάνει συνέχεια επιπλέον αρμοδιότητες -ακόμη και όταν δεν του ζητούνται- μπορεί να το κάνει όχι μόνο από φιλοδοξία, αλλά επειδή βαθιά μέσα του φοβάται πως αν δεν είναι απαραίτητος, θα είναι αόρατος. Ένας διευθυντής που παρεμβαίνει κάθε φορά για να διαχειριστεί τις συγκρούσεις της ομάδας του, ίσως δεν αντέχει το βάρος της έντασης επειδή από πάντα είχε τον ρόλο του «ειρηνοποιού» μέσα στην οικογένεια. Ένας εργαζόμενος που δυσκολεύεται να πάρει άδεια, γιατί νιώθει ενοχές ή φόβο μπορεί να έχει μάθει από νωρίς ότι οι ανάγκες του έρχονται δεύτερες. Ένας υπάλληλος που απαντά σε emails αργά τη νύχτα, όχι επειδή του ζητήθηκε, αλλά επειδή φοβάται μήπως θεωρηθεί λιγότερο αφοσιωμένος, ενδέχεται να λειτουργεί μέσα από ένα εσωτερικευμένο αίσθημα ανασφάλειας και ανάγκης για επιβεβαίωση.

Τα μοτίβα αυτά δεν δημιουργούνται μέσα στην εργασία αλλά εκεί ενεργοποιούνται. Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν στον εργασιακό στίβο κουβαλώντας από την παιδική τους ηλικία ρόλους που σχετίζονται με τη φροντίδα των άλλων, την κατευναστική διαχείριση εντάσεων ή την ανάγκη να είναι «καλοί» για να είναι αποδεκτοί. Όταν αυτοί οι ρόλοι μεταφέρονται σε εταιρικά περιβάλλοντα με υψηλές απαιτήσεις, ρευστά όρια και κουλτούρα υπεραπόδοσης, τότε η συνεξάρτηση δεν γίνεται απλώς ατομικό ζήτημα, αλλά μέρος της καθημερινής επαγγελματικής ταυτότητας.

Το πρόβλημα είναι ότι ενώ αυτές οι συμπεριφορές αρχικά επιβραβεύονται -ποιος δεν θέλει τον «απόλυτα πρόθυμο» εργαζόμενο;- μακροπρόθεσμα οδηγούν σε εσωτερική φθορά. Η συνεχής προσαρμογή στις ανάγκες των άλλων, χωρίς σαφή προσωπικά όρια, στερεί από έναν άνθρωπο την αίσθηση αυτονομίας και σταδιακά τον αποσυνδέει από το ίδιο του το κίνητρο. Αντί να εργάζεται με νόημα, εργάζεται για να μη χάσει την αποδοχή.

Αναγνωρίζοντας αυτά τα μοτίβα, τόσο σε ατομικό όσο και σε οργανωσιακό επίπεδο, ίσως ανοίγεται ο δρόμος για μια νέα προσέγγιση. Η συνεργασία, η υπευθυνότητα και η διάθεση προσφοράς παραμένουν θεμελιώδεις αξίες αλλά όχι εις βάρος της εσωτερικής ισορροπίας. Το θέμα δεν είναι να «νοσηροποιηθεί» η προσήλωση ή η διαθεσιμότητα, αλλά να κατανοηθεί το πότε αυτές σταματούν να είναι επιλογή και γίνονται ανάγκη.

Δημοσιεύθηκε στο επιχειρώ στις 25/4/2025

Σχεδόν καθημερινά και βιωματικά συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν όλο και περισσότερα πράγματα και καταστάσεις για τα οποία πρέπει να ανησυχούμε. Με όλη αυτή την αβεβαιότητα και την αίσθηση έλλειψης ελέγχου είναι εύκολο να νιώθουμε απογοητευμένοι, θυμωμένοι και ακινητοποιημένοι. 

Το να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις και να καλλιεργήσουμε την πολυπόθητη ανθεκτικότητα, έχει να κάνει με την επίγνωση πως λίγα είναι τα πράγματα που μπορούμε να ελέγχουμε.

Στα ερεθίσματα που έρχονται από το περιβάλλον -η γνώμη, η συμπεριφορά των άλλων για εμάς, τα πιστεύω τους, οι πεποιθήσεις τους, το παρελθόν, το μέλλον, ο χρόνος- δεν έχουμε κανένα έλεγχο, ούτε μπορούμε να τα αλλάξουμε. Το να προσπαθούμε να ελέγχουμε ή να αλλάξουμε το ερέθισμα είναι κουραστικό και μάταιο. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε τα πράγματα που στη φωτογραφία του Adam Grant βρίσκονται στον κύκλο: το πώς οριοθετούμαι, τη στάση μου απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν, τη συμπεριφορά μου στους άλλους ανθρώπους αλλά και προς τον εαυτό μου, στον τρόπο που διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου, στις σκέψεις μου, σ’αυτά που διαβάζω και ακούω, τους ανθρώπους που επιλέγω να συναναστρέφομαι, τις αποφάσεις μου.

Δεν ελέγχουμε πώς μας συμπεριφέρονται οι άλλοι, ελέγχουμε πώς τους συμπεριφερόμαστε. Δεν αποφασίζουμε εμείς τι θα μας συμβεί, εμείς αποφασίζουμε πώς θα αντιδράσουμε. 

Εάν εστιάζουμε περισσότερο σ’εκείνα που μπορούμε να ελέγξουμε ή που μπορούμε να επηρεάσουμε, τότε και τα συναισθήματά μας είναι περισσότερο γειωμένα.

Πόσο εφικτό είναι να ακολουθούμε τα όνειρά μας;

Όταν πρόκειται να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε στη ζωή μας, συχνά βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με μια επώδυνη επιλογή: το μονοπάτι της κλίσης μας ή το ασφαλές,
προβλέψιμο μονοπάτι. Το ασφαλές μονοπάτι μας προσφέρει τη σταδιακή κατάκτηση
ενός σταθερού και αξιόπιστου επαγγέλματος, το οποίο μπορεί να μην μας ενθουσιάζει,
αλλά υπόσχεται οικονομική σταθερότητα και ασφάλεια.

Από την άλλη, το μονοπάτι της κλίσης μας είναι πολλές φορές μια ακροβασία σε
τεντωμένο σχοινί, όπου ονειρευόμαστε να βιοποριστούμε από κάτι που αγαπάμε βαθιά,
ενώ παράλληλα παλεύουμε με τον φόβο της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας.

Η επιλογή αυτή μπορεί να φαίνεται επώδυνη, αλλά ίσως να μην είναι τόσο δραματική
όσο νομίζουμε, αν επανεξετάσουμε την έννοια της ασφάλειας. Μπορεί να αισθανόμαστε
«ασφαλείς» σε μια δουλειά που δεν μας εκφράζει, όμως είμαστε πραγματικά ασφαλείς
όταν περνάμε τη ζωή μας κάνοντας κάτι που δεν μας γεμίζει; Σε έναν κόσμο όπου ο
ανταγωνισμός είναι σκληρός, μια καριέρα που επιλέγουμε από φόβο θα είναι το όνειρο,
η επιθυμία κάποιου άλλου. Το δικό μας «σχέδιο Β» θα είναι το «σχέδιο Α» κάποιου
άλλου, πράγμα που τον βάζει σε πλεονεκτική θέση.  Όταν κάποιος κάνει μια δουλειά με
αληθινό ενδιαφέρον και κίνητρο, είναι πολύ πιο πιθανό να διαπρέψει, ενώ εμείς μπορεί
να βαλτώσουμε σε μια επαγγελματική ρουτίνα που θα μας φέρνει διαρκώς
αντιμέτωπους με το υπαρξιακό ερώτημα: «Έτσι θα πάει η ζωή μου;»

Αυτό που αγαπάμε είναι και αυτό που μας απορροφά πλήρως, κάτι που θα κάναμε
ακόμη και δωρεάν. Αυτή η αφοσίωση και το κίνητρο θα μας βοηθήσουν να το
κατακτήσουμε. Η αποτυχία δεν έχει το ίδιο βάρος όταν ασχολούμαστε με κάτι που αγαπάμε, γιατί η ίδια η διαδικασία μάθησης και εξέλιξης είναι από μόνη της ανταποδοτική και ικανοποιητική. Μια δεκαετία μέτριων αποτελεσμάτων σε κάτι που αγαπάμε είναι λιγότερο δυσβάσταχτη από μια ολόκληρη καριέρα με αδιάφορες αποδόσεις σε έναν τομέα που δεν μας αρέσει.

Βεβαίως η πραγματικότητα για τους περισσότερους ανθρώπους είναι πιο σκληρή. Δεν
έχουν όλοι την πολυτέλεια να ακολουθήσουν τα όνειρά τους χωρίς ρίσκο. Η οικονομική
πίεση και οι υποχρεώσεις αναγκάζουν κάποιον να επιλέξει το “ασφαλές” μονοπάτι,
ακόμα και αν δεν το αγαπά. Άραγε πόσο ασφαλές είναι να περάσουμε τη ζωή μας
αναγκάζοντάς μας να κάνει κάτι που γνωρίζουμε εξ αρχής ότι δεν θα ευχαριστηθούμε
απλώς και μόνο να επιβιώσουμε; 

Το να έχει κάποιος ένα αληθινό πάθος δεν είναι δεδομένο. Οι περισσότεροι άνθρωποι
περνούν τη ζωή τους χωρίς να ανακαλύψουν κάτι που να τους εμπνέει βαθιά. Όμως, αν
σταθούμε αρκετά τυχεροί ώστε να το βρούμε, το να το αγνοήσουμε σημαίνει πως
διακινδυνεύουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα φανταζόμαστε. Οφείλουμε στον εαυτό μας
να αναλογιστούμε αν αξίζει να ρισκάρουμε για να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας ή αν θα
παραμείνουμε για πάντα παγιδευμένοι σε μια ζωή που δεν μας ικανοποιεί.

Δημοσιεύθηκε στο επιχειρώ την 1/4/2025

Η άδεια καρέκλα

Μία από τις πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές ασκήσεις είναι αυτή της άδειας καρέκλας. Είναι μια άσκηση αυτοέκφρασης που μας βοηθά να δώσουμε φωνή σε σκέψεις και συναισθήματα που έχουν μείνει σιωπηλά μέσα μας και δεν έχουμε καταφέρει να εκφράσουμε.

Η άδεια καρέκλα λειτουργεί σαν καθρέφτης ή σαν δίαυλος επικοινωνίας με όποιον θέλουμε να μιλήσουμε. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που μας πλήγωσε, κάποιος που μας λείπει, ή ακόμα κ μια πλευρά του εαυτού μας – ο φοβισμένος εαυτός μας, ο θυμωμένος, ο ανασφαλής-. Καθόμαστε απέναντί της και μιλάμε χωρίς φίλτρα και μετά, αλλάζουμε θέση. Γινόμαστε το πρόσωπο ή το συναίσθημα που έχουμε απέναντί μας και απαντάμε.

Μόλις ξεπεράσουμε την αμηχανία που προκαλεί η περίεργη εμπειρία του να μιλάμε σε μια καρέκλα, ίσως διαπιστώσουμε ότι είμαστε πιο εύγλωττοι από ό,τι νομίζαμε, ίσως πιο σίγουροι για όσα χρειαζόμασταν να πούμε. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει τόση σημασία αν μας ακούσει το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε, αλλά αυτό που μετράει περισσότερο είναι να καταφέρουμε να μιλήσουμε, να ακούσουμε εμείς οι ίδιοι τη φωνή μας, να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματά μας και να δώσουμε σε αυτά χώρο. 

Μπορεί να είναι ένας βοηθητικός τρόπος για όσους αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν ως καλά παιδιά, χωρίς να ξέρουν τον τρόπο να πουν όχι, δεν θέλω, δεν μου αρέσει μιας που η επιβίωση εξαρτιόταν από τη συμμόρφωση και την καλή διάθεση. Η σιωπή μπορεί να εξασφάλισε μια ασφαλή διαδρομή προς την ενηλικίωση η συνέχισή της, όμως, δεν βοηθάει να αφήσουμε πίσω ό,τι μας βαραίνει και να κάνουμε ένα βήμα προς την εσωτερική ηρεμία. 

Ό,τι χρειαστείς, είμαι εδώ για σένα

Πριν λίγο καιρό μια φιλη μου περιέγραφε εντυπωσιασμένη ένα περιστατικό. Μια φίλη της -ας την πούμε Μαρία- ενώ χάζευε στο κινητό της, ήρθε ένα μήνυμα από τον ας τον πούμε Γιώργο που της άρεσε πολύ και που περίμενε για μέρες. Ενθουσιάστηκε αλλά τελικά το μήνυμα ήταν ένα απλό: “τι κάνεις;”. Παρορμητικά άρχισε να απαντάει με ύφος ειρωνικό και κάπως πειραγμένο “μια χαρά, θυμήθηκες ότι υπάρχω;”. Τελικά δεν το έστειλε γιατί σκέφτηκε πως η απάντηση θα έπρεπε να είναι προσεγμένη. Θα έπρεπε να δείχνει ευγενική, αλλά όχι πολύ πρόθυμη. Ενδιαφέρουσα, αλλά με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο. Αποστασιοποιημένη με μια μικρή δόση αδιαφορίας. 

Δεν παίρνει καν τηλέφωνο μια φίλη της για να το συζητήσουν και να το αναλύσουν. Ανοίγει το ChatGPT. «Πώς να απαντήσω σε ένα μήνυμα από το αγόρι που μου αρέσει, χωρίς να φανώ πειραγμένη ή θυμωμένη, αλλά ευγενικά αποστασιοποιημένη;». Μέσα σε δευτερόλεπτα, εμφανίζονται διάφορες προτάσεις: «Γεια σου! Όλα καλά, αρκετά απασχολημένη τελευταία. Εσύ;» ή «Χαίρομαι που ρωτάς! Περνάω μια ενδιαφέρουσα περίοδο, εσύ πώς είσαι;». Το ChatGPT τελειώνει με τη φράση “Αν χρειαστείς οτιδήποτε άλλο, είμαι εδώ για σένα”. Η Μαρία διαβάζει, προσαρμόζει και τελικά στέλνει την τέλεια απάντηση.

Η ανθρώπινη επικοινωνία σχεδόν πάντα ήταν περίπλοκη. Η ανάγκη μας να την “φτιάχνουμε” δεν είναι καινούργια. Η επεξεργασία των συναισθημάτων, η εσωτερική διεργασία πριν απαντήσουμε σε κάποιον, η αυθόρμητη ή προσεκτική διατύπωση των λέξεων, όλα αυτά είναι μέρος του τρόπου που σχετιζόμαστε. Όταν όμως στρεφόμαστε στην τεχνητή νοημοσύνη για να μας δώσει τις “σωστές” λέξεις, η διαδικασία της επικοινωνίας μετατοπίζεται από την εσωτερική διερεύνηση στην εξωτερική διαμεσολάβηση.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει συναισθήματα, δεν γνωρίζει την ιστορία μας, δεν μπορεί να ξέρει τις αποχρώσεις της σχέσης μας με τον άλλον άνθρωπο. Δεν έχει αβεβαιότητα, δεν κάνει παύσεις, δεν ψάχνει λέξεις που να αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα αυτού που νιώθουμε. Αντί να σταθούμε για λίγο με την αμφιθυμία μας, να πάρουμε την ευθύνη της απάντησης, της ερμηνείας και του συναισθηματικού ρίσκου, αφήνουμε έναν αλγόριθμο να κάνει αυτή τη δουλειά για εμάς. Δεν μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε την αμηχανία μας, αλλά να την καλύπτουμε. Δεν αντέχουμε την αβεβαιότητα μιας συνομιλίας και θέλουμε να την ελέγχουμε και να την προγραμματίζουμε εκ των προτέρων.  Έτσι αποφεύγουμε και την επαφή με τα συναισθήματά μας και την ικανότητα να μας ακούμε. 

Μήπως τελικά χάνουμε την ικανότητά μας να εκφραζόμαστε αυθεντικά; Ή μήπως απλώς προσαρμοζόμαστε σε μια νέα εποχή επικοινωνίας όπου η τεχνολογία γίνεται σύμμαχος στη διαμόρφωση της κοινωνικής μας ταυτότητας;

Περισσότερη κατανόηση, λιγότερες ταμπέλες

Οι ψυχολογικές ταμπέλες κυκλοφορούν πιο εύκολα από ποτέ. Όροι όπως “νάρκισσος”, “διπολικός”, “τραύμα”, “ανορεξία”, “εξάρτηση”, “μετατραυματικό στρες”, “αυτιστικός” χρησιμοποιούνται συχνά σαν ετικέτες που απλοποιούν υπερβολικά την ανθρώπινη εμπειρία. Το DSM – το εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους επαγγελματίες – καταλήγει πολλές φορές να γίνεται τρόπος να κατηγοριοποιούμε πρόχειρα ανθρώπους και συμπεριφορές.

Όμως οι διαγνώσεις δεν είναι απλές ταμπέλες. Απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση, κατανόηση και – κυρίως – δεν ορίζουν απόλυτα την ταυτότητα ενός ανθρώπου. Η ανθρώπινη ψυχολογία δεν χωράει σε έτοιμα κουτάκια. Αντί να βιαζόμαστε να “βαφτίζουμε” τους άλλους (ή τον εαυτό μας), μπορούμε να εστιάσουμε στην κατανόηση, τη σύνδεση και την ουσιαστική διερεύνηση, δηλαδή, να ακούσουμε προσεκτικά, να εξετάσουμε τις εμπειρίες πίσω από τις συμπεριφορές, να δούμε τον άνθρωπο πέρα από την ετικέτα.

Από τις Οθόνες στο Τραπέζι. Η Ανάγκη για Σύνδεση.

Η ανάγκη για σύνδεση είναι μια βαθιά βιολογική και ψυχολογική επιθυμία που διαμορφώνει τη ζωή μας.  Όμως, όπως γράφει στο The Atlantic, ο Derek Thompson στο πρόσφατο άρθρο του “The Antisocial Century”, οι σύγχρονες κοινωνίες φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Thompson περιγράφει μια αυξανόμενη μοναξιά, με τους Αμερικανούς να περνούν όλο και λιγότερο χρόνο με άλλους ανθρώπους, γεγονός που επηρεάζει τις προσωπικότητές τους, την πολιτική τους στάση, τη σχέση τους με την πραγματικότητα, ακόμα και τη διατροφική τους συμπεριφορά αφού τείνουν να τρώνε περισσότερο μόνοι τους παραμελώντας κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται με το φαγητό. Μεταξύ 2003 και 2023, η κοινωνική επαφή μειώθηκε δραματικά, ενώ οι ώρες που περνάμε μπροστά από τις οθόνες αυξήθηκαν.

Η μοναξιά, σημειώνει, δεν είναι απλώς μια αίσθηση. Είναι ένα “σήμα” που μας καλεί να επανασυνδεθούμε, να ξαναβρούμε τη ζεστασιά της φυσικής παρουσίας. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πολλοί από εμάς επιλέγουμε να παραμείνουμε απομονωμένοι, ενισχύοντας μια κοινωνία που τείνει προς την αποξένωση.

Και εδώ έρχεται το “κίνημα της τραπεζαρίας”, μια πρωτοβουλία που μοιάζει να απαντά σε αυτή την τάση. Σε μια εποχή όπου τα κοινά γεύματα αντικαθίστανται από φαγητό μπροστά στην τηλεόραση ή το κινητό, η ιδέα της συνάντησης γύρω από ένα τραπέζι αποκτά νέο νόημα. Μικρές ομάδες ανθρώπων συγκεντρώνονται, μοιράζονται στιγμές, φαγητό, και πάνω απ’ όλα, επαφή.

Το φαγητό δεν είναι μόνο τροφή για το σώμα. Είναι μια αφορμή να συναντηθούμε, να κοιταχτούμε στα μάτια και να ξαναβρούμε το “εμείς” που φαίνεται να χάνεται στη σύγχρονη εποχή. Μέσα από τέτοιες στιγμές, αντιστεκόμαστε στην απομόνωση που περιγράφει ο Thompson, αποδεικνύοντας πως ακόμα και σε μια εποχή οθονών, η ανθρώπινη επαφή παραμένει ανεκτίμητη.

Ίσως τελικά, αυτό που αναζητούμε δεν είναι απλώς η σύνδεση, αλλά η επανασύνδεση με τον εαυτό μας και τους άλλους – ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, ένα πιάτο που μοιραζόμαστε.