Ζώντας σιωπηλά

Αρκετοί υποθέτουμε ότι ένας άνθρωπος γεννιέται είτε εσωστρεφής είτε εξωστρεφής, σαν να πρόκειται για βιολογικές κατηγορίες, όπως το χρώμα των ματιών ή των μαλλιών. Μάλλον όμως μια πιθανότερη εξήγηση είναι ότι γινόμαστε εσωστρεφείς ή εξωστρεφείς ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων εμπειριών της παιδικής μας ηλικίας. 

Ίσως να είναι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες εκείνων που τους φρόντιζαν. Αρκετά νωρίς ίσως να χρειάστηκε να αναρωτηθούν “τι χρειάζονται οι κάπως ασταθείς ή δύσκολοι άνθρωποι που ζούμε μαζί;” Αντί να έχουν τον χώρο να σκεφτούν με περισσότερη ελευθερία και αυθεντικότητα -όπως αρμόζει σ’ένα μικρό παιδί- “τι θέλω εγώ; πώς νιώθω εγώ;”

Θα μεγαλώσει ως ειδικός στο πώς να διαχειρίζεται δύσκολους χαρακτήρες και να τους δίνει αυτό που χρειάζονται. Βέβαια αυτό το “ταλέντο” δεν θα έρθει χωρίς κόστος για τη δική του ζωή. Άραγε πόσο εξαντλητικό μπορεί να είναι όταν προσαρμοζόμαστε σε όλους όσους συναντάμε και πόσο μεγάλη θα είναι η ανάγκη μας να περνάμε χρόνο μόνοι μας, επειδή η συντροφιά θα μας επηρεάζει και θα απαιτεί από εμάς -ή μάλλον θα νομίζουμε πως απαιτεί- ενέργεια που θα μας αποκόπτει από τον αληθινό μας εαυτό; Θα λαχταράμε τη μοναξιά επειδή η συνύπαρξη μας απομακρύνει από αυτό που πραγματικά είμαστε. 

Οι εσωστρεφείς στερούνται της εμπειρίας ότι μπορούν να είναι με άλλους ανθρώπους και να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους. Το παρελθόν τους τούς έχει διδάξει ότι το μόνο άτομο που μπορεί ενδεχομένως να κατανοήσει τις ανάγκες τους είναι οι ίδιοι.

Όλα αυτά μπορούν να κάνουν τις σχέσεις τους δύσκολες. Μπορεί να είναι εξαιρετικοί στο να κατανοούν τις ανάγκες του συντρόφου τους. Αλλά, μετά από λίγο, θα νιώσουν μια έντονη επιθυμία να είναι μόνοι.  Αυτό που ξέρουν είναι “είτε οι ανάγκες του άλλου, είτε οι δικές μου”. Ποτέ όμως και οι δυο. 

Αυτό ακριβώς το σημείο μπορεί να είναι η αρχή για μια παρέμβαση: να δοκιμάσει να πειραματιστεί και να αρχίσει να μην κάνει τόσο έντονη διάκριση ανάμεσα στο τι μπορεί να συμβεί στις ανάγκες του όταν βρίσκεται με άλλους και στο τι μπορεί να καταφέρει όταν είναι μόνος. Θα ήταν βοηθητικό να αποκτήσει επίγνωση και να καταλάβει την απαισιόδοξη αντίληψη για τις σχέσεις και να μην προσεγγίζει κάθε νέα επαφή με την πεποίθηση ότι θα χρειαστεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάποιου άλλου. Δεν χρειάζεται να πιστεύει πως η μοναξιά είναι ο μόνος τρόπος για να βρει ένα ακροατήριο. Μπορεί να δει πως μια πραγματική σχέση είναι αυτή που επιτρέπει και στους δυο ανθρώπους να ακούγονται και να βλέπονται ταυτόχρονα. 

Πώς οι ανοιχτοί λογαριασμοί της παιδικής ηλικίας εκδηλώνονται στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και ίσως αποθαρρυντικές αλλά ταυτόχρονα κρίσιμες συνειδητοποιήσεις που μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις είναι ότι -χωρίς συνειδητή επίγνωση και χωρίς καμία κακή πρόθεση- πολλοί άνθρωποι αναπαράγουν μέσα σε αυτές αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ανολοκλήρωτες υποθέσεις της παιδικής ηλικίας”.

Οι περισσότεροι τείνουμε να πιστεύουμε ότι παλιότερα τραύματα ή συμπεριφορές που ως παιδιά μας στεναχωρούσαν πολύ μπορούν να παρακαμφθούν. Στην αρχή μια σχέσης, όταν γνωριζόμαστε με έναν άνθρωπο, ίσως μας εξομολογηθεί διάφορα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, για παράδειγμα έναν απόμακρο γονιό ή έντονα επικριτικό, ή απών, ή προσκολλημένο σε άλλο παιδί. Τέτοιες εξομολογήσεις -ειδικά όταν ο απέναντι έχει μια γοητευτική προσωπικότητα- μπορεί να φαντάζουν ως μια έκκληση για κατανόηση και είναι εύκολο να μπούμε στη θέση να προσφέρουμε στήριξη. 

Είναι εμπειρικά παρατηρημένο πως όποιος πόνος έχει προκληθεί σε κάποιον στη σχέση με έναν γονιό, θα μεταφερθεί, σχεδόν με βεβαιότητα, στη σχέση με τον σύντροφό του. Εάν κάποιος αγνοήθηκε, θα αγνοηθεί και ο σύντροφός του. Εάν κάποιος ένιωσε αβεβαιότητα, θα προκληθεί αβεβαιότητα και στον σύντροφό του. Εάν κάποιος υπέστη σκληρή κριτική, ο σύντροφος μάλλον θα κριθεί με αυστηρότητα. Ενίοτε, ο ένας από τους δυο θα παίρνει μηνύματα από τον σύντροφό του που ήταν προορισμένα για τον γονιό του, αλλά ποτέ δεν εκφράστηκαν γιατί δεν επιτρεπόταν.  

Με άλλα λόγια, ο σύντροφός μας δεν αναζητά απλώς και μόνο μια σχέση μαζί μας, αλλά προσπαθεί να επαναλάβει ένα σενάριο και μια επικοινωνία με έναν γονέα που τον ματαίωνε, τον απογοήτευε και παρόλα αυτά τον αγαπούσε. Αρκετοί άνθρωποι δεν είναι ότι μια επαναλαμβανόμενη ιστορία είναι εξ αρχής δύσκολη, αλλά ότι δεν καταφέρνουμε να αλλάξουμε το τέλος της. Ψάχνουμε στην ενήλικη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία για να διορθώσουμε μια τραυματική δυναμική που σαν παιδιά δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε και δεν ήταν και η δουλειά μας να το κάνουμε.

Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης απαιτεί μια νοητική προσπάθεια, την ικανότητα να αναγνωρίσουμε ότι πέρα από την επιφάνεια της σύγκρουσης μπορεί να διακυβεύεται κάτι βαθύτερο. Χρειάζεται θάρρος να επιστρέψουμε τα συγκεκριμένα μηνύματα στους αποστολείς τους και να κατανοήσουμε ότι “παρά την έντονη πρόθεση του/της συντρόφου μου, αυτό το μήνυμα δεν αφορά και δεν προορίζεται για μένα”. Αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να έρθει μετά από χρόνια σχέσης και πολλές ώρες άλυτων και συνεχόμενων καυγάδων με έναν άνθρωπο που αγαπάμε και που ίσως να μας αγαπάει επίσης βαθιά. 

Παθητική επιθετικότητα

Η παθητικο επιθετική συμπεριφορά είναι μια έμμεση μορφή έκφρασης θυμού και δυσαρέσκειας, συχνά μέσω της ειρωνείας, της αδιαφορίας ή της σκόπιμης αναβλητικότητας. Έχουμε αυτή τη συμπεριφορά όταν δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε τον θυμό μας άμεσα και με ειλικρίνεια τις περισσότερες φορές γιατί φοβόμαστε τη σύγκρουση ή έχουμε μεγαλώσει σε περιβάλλοντα που η έκφραση θυμού δεν ήταν αποδεκτή. Η έμμεση επιθετικότητα μας επιτρέπει να εκφράζουμε την αγανάκτησή μας χωρίς να εμπλεκόμαστε σε άμεσες αντιπαραθέσεις παρόλο που με αυτή ακριβώς τη συμπεριφορά οδηγούμαστε σε εντάσεις και παρανοήσεις. 

Παθητικοεπιθετική συμπεριφορά είναι και όταν 

Αποφεύγουμε την επικοινωνία
Αναβάλλουμε σκόπιμα
Κρύβουμε την κριτική πίσω από κοπλιμέντα
Εκφράζουμε με έμμεσο τρόπο τα θέλω μας
Υπονομεύουμε τις προσπάθειες των άλλων
Κάνουμε ερωτήσεις με προκλητικό τρόπο
Αποκλείουμε κάποιον
Κρατάμε λογαριασμό, καταγράφουμε για το ποιος κάνει τι μέσα σε μια σχέση

Ψέματα στον ψυχοθεραπευτή

Η ψυχοθεραπεία είναι το κατεξοχήν μέρος για να μοιραζόμαστε τα μυστικά μας, αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο να πούμε την αλήθεια ή πιο εύκολο να πούμε ένα μικρό, αθώο ψέμα. Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται περίεργο αλλά δεν είναι κάτι σπάνιο εάν σκεφτούμε πως το να μπούμε σε ψυχοθεραπεία δεν είναι απλό και χρειάζεται θάρρος, ειδικά στην αρχή που δεν ξέρουμε τον άλλον και αισθανόμαστε ευάλωτοι. Το άρθρο επικαλείται μια μελέτη σε περισσότερους από 500 θεραπευόμενους η οποία έδειξε ότι πάνω από το 90% είχε πει ψέματα στον ψυχοθεραπευτή τους τουλάχιστον μια φορά. Τα πιο συχνά στις προτιμήσεις ήταν η προσποίηση ότι οι παρεμβάσεις του ψ ήταν βοηθητικές, η άρνηση των συναισθημάτων ανασφάλειας και η υποτίμηση του πόνου και της δυσαρέσκειας που αισθάνονταν στη ζωή τους.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που ένας θεραπευόμενος λέει ψέματα για πράγματα -τα οποία συνήθως είναι για εκείνα που χρειάζεται περισσότερο να μιλήσει-. Κάποιες φορές ανησυχεί πως ο ψυχοθεραπευτής του θα σχηματίσει αρνητική γνώμη για εκείνον, κάποιες άλλες το θέμα από μόνο του προκαλεί αμηχανία και άλλες γιατί θέλει να τον ευχαριστήσει. Η τάση μας να θέλουμε να ικανοποιούμε τους άλλους μπορεί να μας κάνει να λέμε “αλτρουιστικά ψέματα” με σκοπό να προστατεύσουμε τα συναισθήματα τους. Δεν είναι δουλειά σας να προστατεύετε τα συναισθήματα του ψυχοθεραπευτή σας. Αντιθέτως, το πιθανότερο που θα συμβεί είναι η σχέση να αποκτήσει μεγαλύτερη εγγύτητα και θα δείτε βιωματικά ότι ο άλλος δεν θα διαλυθεί ή δεν θα φύγει αν ακούσει την αλήθεια.  

Η αποσιώπηση της αλήθειας μπορεί να μας προστατεύσει και από ανατρεπτικά συναισθήματα, όπως άγχος, ενοχή ή θλίψη. Όμως, το κόστος μιας αποκάλυψης έρχεται μαζί με ανταμοιβή. Χτίζεται η εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση, έχουμε την ευκαιρία να εμβαθύνουμε, κατευθύνοντας τη θεραπεία προς μια πιο ουσιαστική κατεύθυνση. Όσο περιμένουμε, τόσο πιο εδραιωμένο γίνεται το πρόβλημα. 

Το ψέμα μπορεί να προκαλέσει ντροπή και να μας κάνει να αποφύγουμε το θέμα μας. Θα βοηθήσει πολύ να αναγνωρίσουμε και να κατονομάσουμε την ντροπή διερευνώντας πού εμφανίζεται στο σώμα μας. Μπορεί να παρατηρήσουμε ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένταση στους ώμους, μάζεμα-σφίξιμο στο σώμα. Όταν έρθουμε σε επαφή με την ντροπή μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας με συμπόνια και αποδοχή  “μερικές φορές όλοι ντρεπόμαστε και όπως όλα τα συναισθήματα δεν διαρκούν για πάντα”. Όταν βλέπουμε τα συναισθήματα ως μέρος της ανθρώπινη εμπειρίας, νιώθουμε λιγότερο μόνοι. 

Κάτι που είναι πάντα χρήσιμο και σε άλλες καταστάσεις είναι να μιλάμε για τη δυσκολία μας. Όταν ξεκινάω να μιλάω γι αυτή, η δυσκολία μου μικραίνει, γίνεται πιο ελαφριά. Μπορείτε να πείτε στον ψυχοθεραπευτή σας πως έχετε πει ένα ψέμα γιατί φοβόσασταν πως θα παίρνατε κριτική εάν του λέγατε την αλήθεια. Μπορείτε να πείτε πως μπορεί να θύμωνε εάν του λέγατε πως δεν πηγαίνει καλά η θεραπεία. Πως φοβόσασταν ότι όλα θα άλλαζαν, ακόμα και η σχέση σας.  

Να θυμάστε πως το δωμάτιο της ψυχοθεραπείας είναι ένας ασφαλής χώρος και για πειραματισμούς. Μαθαίνουμε καινούργιους τρόπους με έναν άνθρωπο που ξέρουμε πως δεν θα φύγει, δεν θα πάρει κάτι προσωπικά και κυρίως έχει εκπαιδευτεί γι’αυτό. 

https://www.washingtonpost.com/wellness/2024/02/02/therapy-lying-shame-strategies

Δύο μεγάλοι φόβοι 

Ένας μεγάλος αριθμός προβλημάτων στις σχέσεις συνοψίζεται σε δύο φράσεις: Κάποιος στέκεται πολύ μακριά. Κάποιος στέκεται πολύ κοντά. Το να καταφέρουμε να έχουμε τη σωστή απόσταση από έναν άνθρωπο είναι εφικτό όταν μάθουμε τον τρόπο να αναγνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε την αγάπη του, όταν εμπιστευτούμε πως και εκείνος θα μας χρειαστεί και βεβαίως να πιστεύουμε πως θα μπορέσουμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν.

Όπως συμβαίνει με τόσες πολλές πτυχές της αγάπης των ενηλίκων, οι προσδοκίες και οι ανησυχίες μας πηγάζουν από τις εμπειρίες μας στην πρώιμη παιδική ηλικία. Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο ιδανικός γονιός είναι σε θέση και ξέρει να προσφέρει στο παιδί του μια πραγματική και παντοτινή αίσθηση ότι μπορεί να αγαπηθεί με ασφάλεια χωρίς να καταπιέζεται και να φροντίζεται σταθερά χωρίς να πνίγεται.

Επειδή όμως και οι γονείς είναι άνθρωποι με δυνατότητες και περιορισμούς, οι εκκλήσεις και οι ανάγκες μας για αγάπη μπορεί να αντιμετωπίστηκαν είτε με απουσία, είτε με σκληρότητα, είτε με παραμέληση, καλλιεργώντας τον φόβο της εγκατάλειψης. Ή με χειραγώγηση και υπερβολή, καλλιεργώντας τον φόβο της ασφυξίας.

Ως ενήλικες μπορεί να πασχίζουμε για “χώρο”, διώχνοντας μακριά εκείνους που πιθανότατα μπορούν να έχουν ένα ευγενικό και θεμιτό ενδιαφέρον για τη φροντίδα και ευημερία μας. Υπόνοια κοντινότητας και τρυφερότητας μπορεί να ερμηνευθούν ως προάγγελος δυσοίωνης χειραγώγησης. Μπορεί να ψυχρανθούμε και να εξαφανιστούμε από όσους δεσμεύονται απέναντί μας, ενώ μας είναι πιο εύκολο να σχετιζόμαστε με ανθρώπους που ελάχιστα γνωρίζουμε, ή που μπορούμε να κοιτάξουμε αποκλειστικά σε μια οθόνη.

Η στενή επαφή, η οικειότητα έχουν συχνά ως συνέπεια την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Η οικειότητα θέτει σε δοκιμασία τους βαθύτερους φόβους μας για το ποιοι είμαστε και για το εάν είναι αποδεκτό να είμαστε ο εαυτός μας. 

Από την άλλη, μπορεί να φοβόμαστε τόσο πολύ την απόσταση, ώστε να μας είναι αβάσταχτο να αφήσουμε από τα μάτια μας τον σύντροφό μας. Κάθε φορά που μπορεί να κανονίζει να κάνει κάτι χωρίς εμάς, να το βιώνουμε ως εγκατάλειψη. Μπορεί να απαιτούμε να συμφωνούν μαζί μας στα πάντα, η διαφοροποίηση να σημαίνει καταστροφή και ιδανικά, κάθε φορά που βγαίνουν έξω χωρίς εμάς, να φοράνε έναν βαρύ μανδύα για να κρύβονται. 

Λίγοι είναι εκείνοι που δεν είναι στον έναν από τους δύο πόλους “εγκλωβισμού-εγκατάλειψης’ και μια ασφαλής διαδρομή μεταξύ των δύο δεν είναι πάντα δεδομένη ακόμα και σε μια υγιή σχέση. Δεν είναι πάντα εύκολο να περιγράψουμε στον άλλο αυτό που μας συμβαίνει, όμως αυτή ακριβώς η περιγραφή του φόβου και μια αναφορά σε ένα πιθανά δύσκολο παρελθόν, είναι αυτό ακριβώς που θα βοηθήσει και τους δυο να ανταπεξέλθουμε στη δυσκολία. 

Γιατί είναι καλύτερα να ακούμε αντί να καθησυχάζουμε

Πολλές φορές όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται κάποιο πρόβλημά του, μια από τις πιο συνηθισμένες, σχεδόν αυτόματες και με τις καλύτερες προθέσεις, απαντήσεις μας είναι να προσπαθούμε να αρνηθούμε τη σοβαρότητα αυτών που ακούσαμε. Συνήθως αυτό οφείλεται στη δική μας άλυτη σχέση με την απελπισία, το φόβο, τη θλίψη. Αν έρθουμε σε επαφή με τη δυσκολία του άλλου τότε θα πρέπει να σταθούμε και να έρθουμε σε επαφή με τις δυσάρεστες πτυχές της δικής μας πραγματικότητας.

Μια πιο ενήλικη σχέση με τον εαυτό μας μπορεί να μετριάσει την τάση μας να λέμε στους άλλους “όλα καλά θα πάνε, θα δεις” και να μη φοβόμαστε να στεκόμαστε, να ακούμε και απλά να λέμε “ναι, είναι δύσκολο”. Όσο περισσότερο αντέχουμε να ακούμε ένα δυσάρεστο νέο που μοιράζεται κάποιος, τόσο πιο εύκολο θα είναι για εκείνον να μην το καταπιέσει.
Όσο καλύτεροι ακροατές είμαστε, τόσο πιο ήσυχοι θα είναι. Ένα συναίσθημα όταν αναγνωρίζεται χάνει την ένταση του, δεν γίνεται πιο ισχυρό. Είναι γενναιόδωρο, ενήλικο και ανακουφιστικό να αφήνουμε κάποιον να είναι λυπημένος και απελπισμένος όταν είναι κοντά μας χωρίς να υποκύπτουμε στον πειρασμό να πούμε κάτι χαρούμενο. 

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Βρισκόμαστε στο 1946. Ο γιατρός Paul Brand εργάζεται σε ένα λεπροκομείο και ανακαλύπτει ότι οι παραμορφώσεις που δημιουργούνται από τη λέπρα δεν οφείλονται στην αρρώστια αυτή καθεαυτή, αλλά στην προοδευτική φθορά που προκαλούν οι μολύνσεις και οι τραυματισμοί μιας που οι ασθενείς δεν νιώθουν πόνο.

Το 1972 γράφει: “Αν μπορούσα, θα χάριζα στους ανθρώπους που υποφέρουν από λέπρα το δώρο του πόνου”. Κάποιες φορές μπορεί να υποφέρουμε από ένα είδος ψυχολογικής λέπρας, ανίκανοι να αισθανθούμε τον συναισθηματικό πόνο μας, κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε στον εαυτό μας ανεπανόρθωτη ζημιά.

Όλοι μας κάποια στιγμή προσπαθούμε να καταπνίξουμε επώδυνα συναισθήματα. Όταν επιτυγχάνουμε να μη νιώθουμε τίποτα, χάνουμε το μοναδικό μέσο που διαθέτουμε για να αντιλαμβανόμαστε τι μας πληγώνει και γιατί. Όλα είναι διαχειρίσιμα και πολλές από τις καταστάσεις που μας φαίνονται αξεπέραστες αντιμετωπίζονται. Σήμερα δεν υπάρχει λόγος για κανένα να υποφέρει σιωπηλά.

Οι ρόλοι στις σχέσεις

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες -που βασίζεται στη θεραπευτική προσέγγιση της Συναλλακτικής Ανάλυσης- είναι ότι στις σχέσεις μας προσπαθούμε ή αναγκαζόμαστε να παίζουμε  τρεις βασικούς ρόλους: του παιδιού, του γονιού και του ενήλικα.

Το παιδί μέσα στη σχέση είναι συνήθως ευάλωτο, εύπιστο, αδύναμο, σε ανάγκη, ανίκανο να φροντίσει σωστά τον εαυτό του και αναζητά βοήθεια, τρυφερότητα, υποστήριξη, δομή και κάποιους κανόνες. Ο γονιός είναι δυνατός, έχει τον έλεγχο, είναι υπεύθυνος αλλά και συχνά  επικριτικός, επιβλητικός και πολυάσχολος.
Ο ενήλικας είναι λογικός, συνετός, δεν είναι ούτε πολύ αδύναμος ούτε πολύ δυνατός, είναι δημιουργικός και ευγενικός.

Εν δυνάμει, όλοι μας μπορούμε να εναλλάσσουμε τους τρεις αυτούς τύπους προσωπικότητας-ρόλους με σχετική ευκολία. Ειδικά σε μια ισότιμη σχέση, έχουμε τη δυνατότητα να μετακινούμαστε από ρόλο σε ρόλο, όμως, ως επί το πλείστον θα βρισκόμαστε στη θέση του ενήλικα, και αν οι περιστάσεις το απαιτούν, θα μπορούμε να περάσουμε στη θέση του γονέα ή του παιδιού.

Για παράδειγμα, όταν είμαστε σε κρίση ή περνάμε μια δυσκολία, είναι εντάξει να ξέρουμε πώς να γινόμαστε ξανά παιδιά, να δείχνουμε την ανάγκη μας, να ζητάμε βοήθεια, να γινόμαστε μικροί και να εμπιστευόμαστε ότι ο σύντροφός μας θα μας αντιμετωπίσει με καλοσύνη και συμπάθεια χωρίς να φοβόμαστε πως θα πάρουμε επίθεση ή υποτίμηση.

Με τον ίδιο τρόπο όταν ο ενήλικας σύντροφός μας περνάει μια δύσκολη φάση και έχει μπει στο ρόλο του παιδιού, εκεί θα μπορούμε να είμαστε ικανοί να αναλάβουμε γονεϊκό ρόλο, να γινουμε βοηθητικοί, επιεικείς, ήρεμοι και αρκετά ασφαλείς στον εαυτό μας και στη σχέση ώστε να γνωρίζουμε ότι ο σύντροφος-παιδί θα επανέλθει σε λίγο καιρό στην ωριμότητα και την αυτοκυριαρχία που συνήθως περιμένουμε από αυτόν.

Η δυσκολία και τα προβλήματα ξεκινούν όταν οι άνθρωποι καθηλώνονται σε έναν ρόλο, όταν είναι μόνο παιδιά ή μόνο γονείς.

Υπάρχουν σχέσεις στις οποίες, για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος είναι πάντα το παιδί και ο άλλος είναι πάντα ο γονιός. Ο ένας είναι πάντα λίγο ανεύθυνος και άτακτος. Μπορεί να είναι άκρως αξιαγάπητοι -τουλάχιστον στην αρχή της σχέσης και όταν κάποιος έχει διάθεση- αλλά θα διστάζαμε να τους αφήναμε να διαχειριστούν σοβαρά θέματα που θα προέκυπταν. Από την άλλη, υπάρχει ένας σύντροφος γονιός: πάντα επιπλήττει, πάντα υπενθυμίζει στο παιδί τι πρέπει να κάνει, εξαιρετικά ικανός, πάντα αγχωμένος, άλλοτε επιεικής και άλλοτε στα όρια του θυμού και του σωφρονισμού με το παιδί. 

Γιατί όμως οι άνθρωποι καθηλωνόμαστε σε αυτούς τους ρόλους; Γιατί μπορεί να είναι τόσο δύσκολο να μετακινηθούμε από τον έναν στον άλλον; Συνήθως μπορούμε να απαντήσουμε σ’αυτές τις ερωτήσεις αν εξετάσουμε κάτι στο παρελθόν που έκανε την εύκολη μετάβαση σε έναν ρόλο μη βιώσιμη ή τρομακτική.

Υπάρχουν άνθρωποι κολλημένοι στο ρόλο του παιδιού για τους οποίους η ενηλικίωση και η γονεϊκότητα παρουσιάζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ίσως είναι παιδιά ενός στοργικού γονέα που δεν μπορούσε να ανεχθεί τη δική τους εκκολαπτόμενη ωριμότητα και για να θεωρηθούν άξιοι της αγάπης, έπρεπε να παραμείνουν παιδιά. Ίσως να αισθάνονται ότι πρέπει να παραμείνουν στο ρόλο του παιδιού επειδή ένας γονιός θα ήταν θυμωμένος και επικριτικός αν τολμούσε να δείξει ανεξαρτησία και υπερηφάνεια για τα ενήλικα ιδανικά του.

Από την άλλη πλευρά, με οδυνηρό τρόπο, υπάρχουν άνθρωποι των οποίων οι νεότεροι εαυτοί έτυχαν κακής μεταχείρισης, που βίωσαν τέτοιο άγχος και έλλειψη υποστήριξης όταν ήταν παιδιά, ώστε η ιδέα του να είναι μικροί έστω και για λίγο αποτελεί αφόρητη πρόκληση για την ακεραιότητά τους. Μπορεί να είναι ευχαριστημένοι κάνοντας τη μαμά και τον μπαμπά- αυτό που δεν μπορούν ποτέ να κάνουν είναι να είναι παιδιά και να αφήνονται.

Η διέξοδος από όλα αυτά τα αδιέξοδα είναι, όπως πάντα, η επίγνωση και η αμοιβαία ειλικρίνεια στις σχέσεις. Οι περιορισμοί μας δεν είναι τόσο άκαμπτοι όταν έχουμε επίγνωση και αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι για αυτούς. Το να αποδεχθούμε πως τις περισσότερες φορές παίρνουμε το ρόλο του παιδιού και δεν τολμάμε να γίνουμε ενήλικες ή είμαστε ένας γονιός που δυσκολεύεται πολύ να γίνει παιδί, δεν είναι απλώς μια παραδοχή που ακούγεται παράξενη ή προβληματική. Δείχνει έναν άνθρωπο που προσπαθεί για την ωριμότητα και ψάχνει τον δρόμο προς την ενηλικίωση. 

Ο καταναγκασμός της επανάληψης

Μια από τις πιο ιδιαίτερες ψυχοθεραπευτικές έννοιες είναι ο καταναγκασμός της επανάληψης. Δηλαδή, η τάση των ανθρώπων να επαναλαμβάνουμε συμπεριφορές, αντιδράσεις, σχέσεις, κυρίως όταν κάποιο τραύμα δεν έχει αναγνωριστεί και δεν έχει με κάποιο τρόπο τακτοποιηθεί. Αυτή η επανάληψη μπορεί να συμβαίνει ακόμα και όταν η λογική λέει πως οι συγκεκριμένες καταστάσεις θα πρέπει να αποφευχθούν. Στην ουσία, ο καταναγκασμός της επανάληψης είναι μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε, να επεξεργαστούμε και να ξαναζήσουμε προβληματικά περιστατικά από το παρελθόν, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά η έκβαση θα είναι διαφορετική. 

Για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε την τάση να μας ελκύουν άνθρωποι με συμπεριφορά απόμακρη, ψυχρή, μπερδευτική ή χαοτική που μας κάνει να υποφέρουμε. Να μας ελκύει το ακατανόητο και η ανοχή σ’αυτό, που συνήθως καταλήγει σε εγκατάλειψη του εαυτού μας, σε προβλήματα επικοινωνίας και οικειότητας. Ωστόσο, δεν είναι τόσο ότι επιλέγουμε μια δύσκολη κατάσταση και στη συνέχεια προσπαθούμε να επαναλάβουμε απλά όλη την πορεία της. Προσπαθούμε να βρούμε μια ιστορία αρκετά οικεία ώστε να μας ελκύει, και στη συνέχεια πασχίζουμε να δώσουμε ένα διαφορετικό τέλος με διαφορετικούς “ηθοποιούς” κάθε φορά. Αυτό που μας οδηγεί στον καταναγκασμό της επανάληψης δεν είναι ότι η ιστορία είναι εξ αρχής δύσκολη, αλλά ότι δεν καταφέρνουμε να αλλάξουμε το τέλος της.

Το βαθύτερο και μάλλον ασυνείδητο κίνητρό μας είναι να επιστρέψουμε στην παιδική μας ηλικία με τις ενήλικες ικανότητές μας και να διασφαλίσουμε ότι αυτή τη φορά, τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Θέλουμε να βρούμε κάποιον που να ήταν τόσο απόμακρος όσο μπορεί να ήταν ο πατέρας μας, αλλά αυτή τη φορά, θέλουμε να τον πάμε για θεραπεία, να κάνουμε μαζί του διαλόγους για να καταλάβει, να τον βοηθήσουμε να δει τις πληγές του και να γίνουμε οι προστάτες, οι οδηγοί του. Επιθυμούμε να βρούμε έναν θυμωμένο άνθρωπο που όμως στο σήμερα, αντί να τον φοβόμαστε, θέλουμε μια ευκαιρία για να μπορέσουμε αυτή τη φορά να κατευνάσουμε αυτόν τον θυμό, να καταλάβει το λάθος του, να μας ζητήσει συγγνώμη και να μας δικαιώσει. Ψάχνουμε στην ενήλικη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία για να διορθώσουμε μια τραυματική δυναμική που σαν παιδιά δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε και δεν ήταν και η δουλειά μας να το κάνουμε. 

Όλα αυτά δεν χρειάζεται ούτε να μας εκπλήσσουν, ούτε να μας τρομάζουν, ούτε να μας απογοητεύουν καθώς δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς κακό και κάποιες καταστάσεις είναι και αναπόφευκτες. Θα μας βοηθήσει πολύ να βρούμε το μοτίβο μας και μετά εάν θέλουμε να το κάνουμε κάτι, να το αλλάξουμε. Γιατί ως ενήλικες μπορούμε να αποκτήσουμε τις ικανότητες που θα μας επιτρέψουν να πειραματιστούμε με τις προκλήσεις του “εδώ και τώρα” που ως παιδιά στο “εκεί και τότε” δεν μπορούσαμε. 

“Δεν χρειάζομαι κανέναν” είναι μια δήλωση που γίνεται συχνά από εκείνους που κάποια στιγμή στη ζωή τους χρειάστηκαν την υποστήριξη ή την παρουσία κάποιου, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί γι’αυτούς. Στο σήμερα, ίσως να είναι ένας μηχανισμός άμυνας ή τρόπος επιβίωσης για να μην υπάρχει άλλη απογοήτευση και ματαίωση στο μέλλον. Μια αίσθηση αυτοδυναμίας ως απάντηση σε παλιότερες ανεκπλήρωτες ανάγκες αλλά ίσως και μια έντονη επιθυμία για σύνδεση και επιβεβαίωση, καλυμμένη από ένα προσωπείο ανεξαρτησίας.