Unknown's avatar

About nassiae

Ψυχοθεραπεία, Gestalt, EMDR, τραύμα, εξαρτήσεις, gestalt και επιχειρήσεις, γάτες. efthimiopoulou.n@gmail.com

Δαμάζοντας τον ανελέητο εσωτερικό μας κριτή

Μια επώδυνη κατάσταση που ταλαιπωρεί αρκετούς είναι η σχεδόν μόνιμα αγχώδης, επικριτική στάση απέναντι στον εαυτό. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για δριμύ αυτοκατηγορώ και γενικά σκέψεις κάτω από τον τίτλο “σίγουρα δεν είμαστε αρκετά καλοί. σε τίποτα και ποτέ.”  Η συνείδηση είναι εκείνη που παρακολουθεί πόσο καλά τα πάμε σε σχέση με το καθήκον, τις απαιτήσεις του κόσμου και τη διαχείριση των ορέξεων και επιθυμιών μας. Όσο χρήσιμη και αν είναι αυτή η λειτουργία, για αρκετούς από εμάς, έχει πάρει πάρα πολύ μεγάλο χώρο. Φωνάζει διαρκώς, μας υποτιμά και μας επιτίθεται για τις υποτιθέμενες αποτυχίες μας: μας λέει ότι τίποτα από όσα κάνουμε δεν είναι αρκετά καλό, ότι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε διακοπές αφου πρώτα έχουμε δουλέψει για μήνες από το πρωί μέχρι το βράδυ, ότι δεν έχουμε δουλειά να χαλαρώνουμε ή να διασκεδάζουμε και γενικά θα μπορέσουμε να ευχαριστηθούμε όταν τελειώσει και το τελευταίο project που έχουμε να αναλάβει. Το άγχος και η αυτοπεριφρόνηση είναι η default λειτουργία μας.

Ήταν η απλή αλλά ευφυής διαπίστωση του Φρόιντ ότι η συνείδησή μας διαμορφώνεται από τα κατάλοιπα των φωνών των γονέων μας, ιδίως (συνήθως) των μπαμπάδων μας. Ο Φρόυντ ονόμασε τη συνείδηση “υπερεγώ” και υποστήριξε ότι συνεχίζει να μιλάει μέσα στο μυαλό μας όπως μας μιλούσαν κάποτε οι πατρικές μας φιγούρες.

Μια καλοπροαίρετη και λογική φωνή θα μας πει πως αν αποτύχουμε σήμερα, μπορούμε να προσπαθήσουμε ξανά την επόμενη φορά. Μας αξίζει ξεκούραση, οι απολαύσεις είναι μέρος της ζωής. Μπορούμε να μην κάνουμε τίποτα για λίγο καιρό και να είμαστε εξίσου σημαντικοί με τους άλλους. Είμαστε εντάξει όπως είμαστε.

Θα βοηθήσει να μάθουμε να κρατάμε κάποια απόσταση μεταξύ του εαυτού μας και της συνείδησής μας. Να βλέπουμε τη συνείδησή μας ως χαρακτήρα. Να πούμε στον εαυτό μας: Είναι πολύ άδικος μαζί μου. Μου μιλάει, μέσα μου, αλλά δεν είναι όλος εγώ: είναι κάποιος που έχω ενδοβάλει από την παιδική μου ηλικία και ίσως μάθω να τον αποβάλλω από το μυαλό μου με τον καιρό.

Μπορούμε τότε να αρχίσουμε να αμφισβητούμε τον κριτή. Είναι δίκαιο και πραγματικό να λέμε ότι η ζωή μας είναι εντελώς άχρηστη; Σίγουρα έχουμε κάνει λάθη, αλλά αξίζουμε πραγματικά και συμπόνια και συγχώρεση. Δεν υπάρχει τίποτα καλό πάνω μας; Θα σκεφτόμασταν ποτέ να φερθούμε σε έναν φίλο (ή ακόμα και σε έναν εχθρό) με τον τρόπο που φερόμαστε στον εαυτό μας; Αυτά τα συναισθήματα, αυτές οι σκέψεις έχουν παρελθόν και δεν χρειάζεται να είναι το μέλλον.

Για να επανεκπαιδευτούμε, χρειαζόμαστε άλλους ανθρώπους: ανθρώπους που μπορούν να μας αγαπήσουν και να γεμίσουν το μυαλό μας με άλλες πιο ευγενικές φωνές. Να δοκιμάσουμε να στηριχτούμε πάνω τους (δεν είναι και τόσο εύκολο για ανθρώπους που νιώθουν ανάξιοι) και να ζητήσουμε τη βοήθειά τους για να δαμάσουμε το δυσάρεστο ηχητικό κομμάτι μέσα μας. Ίσως χρειαστεί να  σταματήσουμε να προσπαθούμε να είμαστε γενναίοι απέναντι στις εσωτερικές μας επιθέσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε στους άλλους: “είστε εδώ για να με βοηθήσετε με τον εσωτερικό μου κριτή και να μου δώσετε νέες προοπτικές για την αυτοτιμωρία και την απελπισία μου”. Θα βοηθήσει να θυμώνουμε που πρέπει να ζούμε με έναν τέτοιο κριτή και να αναρωτιόμαστε γιατί η πρώτη μας παρόρμηση είναι να συγχωρούμε τον κριτή και τη γονική φιγούρα που τον ενέπνευσε και να κατηγορούμε τον εαυτό μας για τη βλακεία μας.

Ας λυπηθούμε για τον τρόπο που μας φερόμαστε και να ενοχλούμαστε με εκείνους που δεν ήξεραν πώς να μας δείξουν τρυφερότητα. Φυσικά, κατά καιρούς χρειάζεται να επιπλήττουμε τον εαυτό μας και να προσπαθούμε περισσότερο- αλλά το πραγματικό επίτευγμα είναι να ξέρουμε πώς να παραμένουμε ευγενικά και γενναιόδωρα στο πλευρό μας.

Δύο μεγάλοι φόβοι 

Ένας μεγάλος αριθμός προβλημάτων στις σχέσεις συνοψίζεται σε δύο φράσεις: Κάποιος στέκεται πολύ μακριά. Κάποιος στέκεται πολύ κοντά. Το να καταφέρουμε να έχουμε τη σωστή απόσταση από έναν άνθρωπο είναι εφικτό όταν μάθουμε τον τρόπο να αναγνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε την αγάπη του, όταν εμπιστευτούμε πως και εκείνος θα μας χρειαστεί και βεβαίως να πιστεύουμε πως θα μπορέσουμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν.

Όπως συμβαίνει με τόσες πολλές πτυχές της αγάπης των ενηλίκων, οι προσδοκίες και οι ανησυχίες μας πηγάζουν από τις εμπειρίες μας στην πρώιμη παιδική ηλικία. Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο ιδανικός γονιός είναι σε θέση και ξέρει να προσφέρει στο παιδί του μια πραγματική και παντοτινή αίσθηση ότι μπορεί να αγαπηθεί με ασφάλεια χωρίς να καταπιέζεται και να φροντίζεται σταθερά χωρίς να πνίγεται.

Επειδή όμως και οι γονείς είναι άνθρωποι με δυνατότητες και περιορισμούς, οι εκκλήσεις και οι ανάγκες μας για αγάπη μπορεί να αντιμετωπίστηκαν είτε με απουσία, είτε με σκληρότητα, είτε με παραμέληση, καλλιεργώντας τον φόβο της εγκατάλειψης. Ή με χειραγώγηση και υπερβολή, καλλιεργώντας τον φόβο της ασφυξίας.

Ως ενήλικες μπορεί να πασχίζουμε για “χώρο”, διώχνοντας μακριά εκείνους που πιθανότατα μπορούν να έχουν ένα ευγενικό και θεμιτό ενδιαφέρον για τη φροντίδα και ευημερία μας. Υπόνοια κοντινότητας και τρυφερότητας μπορεί να ερμηνευθούν ως προάγγελος δυσοίωνης χειραγώγησης. Μπορεί να ψυχρανθούμε και να εξαφανιστούμε από όσους δεσμεύονται απέναντί μας, ενώ μας είναι πιο εύκολο να σχετιζόμαστε με ανθρώπους που ελάχιστα γνωρίζουμε, ή που μπορούμε να κοιτάξουμε αποκλειστικά σε μια οθόνη.

Η στενή επαφή, η οικειότητα έχουν συχνά ως συνέπεια την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Η οικειότητα θέτει σε δοκιμασία τους βαθύτερους φόβους μας για το ποιοι είμαστε και για το εάν είναι αποδεκτό να είμαστε ο εαυτός μας. 

Από την άλλη, μπορεί να φοβόμαστε τόσο πολύ την απόσταση, ώστε να μας είναι αβάσταχτο να αφήσουμε από τα μάτια μας τον σύντροφό μας. Κάθε φορά που μπορεί να κανονίζει να κάνει κάτι χωρίς εμάς, να το βιώνουμε ως εγκατάλειψη. Μπορεί να απαιτούμε να συμφωνούν μαζί μας στα πάντα, η διαφοροποίηση να σημαίνει καταστροφή και ιδανικά, κάθε φορά που βγαίνουν έξω χωρίς εμάς, να φοράνε έναν βαρύ μανδύα για να κρύβονται. 

Λίγοι είναι εκείνοι που δεν είναι στον έναν από τους δύο πόλους “εγκλωβισμού-εγκατάλειψης’ και μια ασφαλής διαδρομή μεταξύ των δύο δεν είναι πάντα δεδομένη ακόμα και σε μια υγιή σχέση. Δεν είναι πάντα εύκολο να περιγράψουμε στον άλλο αυτό που μας συμβαίνει, όμως αυτή ακριβώς η περιγραφή του φόβου και μια αναφορά σε ένα πιθανά δύσκολο παρελθόν, είναι αυτό ακριβώς που θα βοηθήσει και τους δυο να ανταπεξέλθουμε στη δυσκολία. 

Γιατί είναι καλύτερα να ακούμε αντί να καθησυχάζουμε

Πολλές φορές όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται κάποιο πρόβλημά του, μια από τις πιο συνηθισμένες, σχεδόν αυτόματες και με τις καλύτερες προθέσεις, απαντήσεις μας είναι να προσπαθούμε να αρνηθούμε τη σοβαρότητα αυτών που ακούσαμε. Συνήθως αυτό οφείλεται στη δική μας άλυτη σχέση με την απελπισία, το φόβο, τη θλίψη. Αν έρθουμε σε επαφή με τη δυσκολία του άλλου τότε θα πρέπει να σταθούμε και να έρθουμε σε επαφή με τις δυσάρεστες πτυχές της δικής μας πραγματικότητας.

Μια πιο ενήλικη σχέση με τον εαυτό μας μπορεί να μετριάσει την τάση μας να λέμε στους άλλους “όλα καλά θα πάνε, θα δεις” και να μη φοβόμαστε να στεκόμαστε, να ακούμε και απλά να λέμε “ναι, είναι δύσκολο”. Όσο περισσότερο αντέχουμε να ακούμε ένα δυσάρεστο νέο που μοιράζεται κάποιος, τόσο πιο εύκολο θα είναι για εκείνον να μην το καταπιέσει.
Όσο καλύτεροι ακροατές είμαστε, τόσο πιο ήσυχοι θα είναι. Ένα συναίσθημα όταν αναγνωρίζεται χάνει την ένταση του, δεν γίνεται πιο ισχυρό. Είναι γενναιόδωρο, ενήλικο και ανακουφιστικό να αφήνουμε κάποιον να είναι λυπημένος και απελπισμένος όταν είναι κοντά μας χωρίς να υποκύπτουμε στον πειρασμό να πούμε κάτι χαρούμενο. 

Λίγο πριν το σημείο μηδέν

Το να είμαστε λίγο πριν το σημείο μηδέν δεν σημαίνει ότι δεν νοιαζόμαστε ή δεν αισθανόμαστε βαθιά. Η εξάσκηση στο να είμαστε σε αυτή τη θέση μας επιτρέπει να βγούμε από μια ιστορία ή μια κατάσταση και να γίνουμε παρατηρητές της εμπειρίας μας μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία. Μας επιτρέπει να κάνουμε μια παύση και να δούμε έναν κύκλο ή ένα μοτίβο στη ζωή μας, ώστε να το κατανοήσουμε, ίσως να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας ή τον άλλον, κυρίως όμως, να μπορούμε να γειωθούμε.  Η στάση αυτή μας επιτρέπει να δούμε καινούργιες πληροφορίες ώστε να έρθουμε σε πλήρη επαφή με τον εαυτό μας.

Πόσοι από εμάς έχουμε καταφέρει να παραμείνουμε ψύχραιμοι εν μέσω ενός αγώνα, μιας σύγκρουσης, ενός τραύματος ή μιας αλλαγής που δεν θέλαμε; Όταν επιτυγχάνεται μια αίσθηση ισορροπίας, τότε πληροφορίες, επίγνωση και υποστήριξη γίνονται πιο εύκολα προσβάσιμα. Ωστόσο, είναι ευκολότερο να το λέμε παρά να το κάνουμε, γι’ αυτό και βοηθάει να πειραματιζόμαστε να επιτύχουμε μια κατάσταση λιγότερο από μηδέν.

Σκεφτείτε την πιο πρόσφατη αγχωτική κατάσταση που έχετε βιώσει. Νιώσατε θυμό, θλίψη, απογοήτευση, πληγωμένοι ή βαθιά προδομένοι; Πώς αντιδράσατε; σπάσατε κάτι, φωνάξατε με όλη σας τη δύναμη, κλάψατε ή εκφράσατε τον πόνο σας σε κάποιον άλλον, επαναλαμβάνοντας την αδικία που βιώσατε; κλάψατε μόνοι σας;

Ξέρετε ποιο είναι το μοτίβο αντίδρασής σας; Το πρώτο βήμα για μένα ήταν να αποκτήσω επίγνωση του τρόπου με τον οποίο συνήθως αντιδρώ σε στρεσογόνες καταστάσεις και μετά να αναρωτηθώ εάν αυτός ο τρόπος με βοηθάει. Χρειαζόμαστε πολλή υπομονή όταν η πραγματικότητά μας γίνεται πολύ απαιτητική και να καταφέρουμε να έχουμε μια θέση όχι ουδετερότητας, αλλά λίγο πριν το μηδέν. 

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Βρισκόμαστε στο 1946. Ο γιατρός Paul Brand εργάζεται σε ένα λεπροκομείο και ανακαλύπτει ότι οι παραμορφώσεις που δημιουργούνται από τη λέπρα δεν οφείλονται στην αρρώστια αυτή καθεαυτή, αλλά στην προοδευτική φθορά που προκαλούν οι μολύνσεις και οι τραυματισμοί μιας που οι ασθενείς δεν νιώθουν πόνο.

Το 1972 γράφει: “Αν μπορούσα, θα χάριζα στους ανθρώπους που υποφέρουν από λέπρα το δώρο του πόνου”. Κάποιες φορές μπορεί να υποφέρουμε από ένα είδος ψυχολογικής λέπρας, ανίκανοι να αισθανθούμε τον συναισθηματικό πόνο μας, κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε στον εαυτό μας ανεπανόρθωτη ζημιά.

Όλοι μας κάποια στιγμή προσπαθούμε να καταπνίξουμε επώδυνα συναισθήματα. Όταν επιτυγχάνουμε να μη νιώθουμε τίποτα, χάνουμε το μοναδικό μέσο που διαθέτουμε για να αντιλαμβανόμαστε τι μας πληγώνει και γιατί. Όλα είναι διαχειρίσιμα και πολλές από τις καταστάσεις που μας φαίνονται αξεπέραστες αντιμετωπίζονται. Σήμερα δεν υπάρχει λόγος για κανένα να υποφέρει σιωπηλά.

Οι ρόλοι στις σχέσεις

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες -που βασίζεται στη θεραπευτική προσέγγιση της Συναλλακτικής Ανάλυσης- είναι ότι στις σχέσεις μας προσπαθούμε ή αναγκαζόμαστε να παίζουμε  τρεις βασικούς ρόλους: του παιδιού, του γονιού και του ενήλικα.

Το παιδί μέσα στη σχέση είναι συνήθως ευάλωτο, εύπιστο, αδύναμο, σε ανάγκη, ανίκανο να φροντίσει σωστά τον εαυτό του και αναζητά βοήθεια, τρυφερότητα, υποστήριξη, δομή και κάποιους κανόνες. Ο γονιός είναι δυνατός, έχει τον έλεγχο, είναι υπεύθυνος αλλά και συχνά  επικριτικός, επιβλητικός και πολυάσχολος.
Ο ενήλικας είναι λογικός, συνετός, δεν είναι ούτε πολύ αδύναμος ούτε πολύ δυνατός, είναι δημιουργικός και ευγενικός.

Εν δυνάμει, όλοι μας μπορούμε να εναλλάσσουμε τους τρεις αυτούς τύπους προσωπικότητας-ρόλους με σχετική ευκολία. Ειδικά σε μια ισότιμη σχέση, έχουμε τη δυνατότητα να μετακινούμαστε από ρόλο σε ρόλο, όμως, ως επί το πλείστον θα βρισκόμαστε στη θέση του ενήλικα, και αν οι περιστάσεις το απαιτούν, θα μπορούμε να περάσουμε στη θέση του γονέα ή του παιδιού.

Για παράδειγμα, όταν είμαστε σε κρίση ή περνάμε μια δυσκολία, είναι εντάξει να ξέρουμε πώς να γινόμαστε ξανά παιδιά, να δείχνουμε την ανάγκη μας, να ζητάμε βοήθεια, να γινόμαστε μικροί και να εμπιστευόμαστε ότι ο σύντροφός μας θα μας αντιμετωπίσει με καλοσύνη και συμπάθεια χωρίς να φοβόμαστε πως θα πάρουμε επίθεση ή υποτίμηση.

Με τον ίδιο τρόπο όταν ο ενήλικας σύντροφός μας περνάει μια δύσκολη φάση και έχει μπει στο ρόλο του παιδιού, εκεί θα μπορούμε να είμαστε ικανοί να αναλάβουμε γονεϊκό ρόλο, να γινουμε βοηθητικοί, επιεικείς, ήρεμοι και αρκετά ασφαλείς στον εαυτό μας και στη σχέση ώστε να γνωρίζουμε ότι ο σύντροφος-παιδί θα επανέλθει σε λίγο καιρό στην ωριμότητα και την αυτοκυριαρχία που συνήθως περιμένουμε από αυτόν.

Η δυσκολία και τα προβλήματα ξεκινούν όταν οι άνθρωποι καθηλώνονται σε έναν ρόλο, όταν είναι μόνο παιδιά ή μόνο γονείς.

Υπάρχουν σχέσεις στις οποίες, για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος είναι πάντα το παιδί και ο άλλος είναι πάντα ο γονιός. Ο ένας είναι πάντα λίγο ανεύθυνος και άτακτος. Μπορεί να είναι άκρως αξιαγάπητοι -τουλάχιστον στην αρχή της σχέσης και όταν κάποιος έχει διάθεση- αλλά θα διστάζαμε να τους αφήναμε να διαχειριστούν σοβαρά θέματα που θα προέκυπταν. Από την άλλη, υπάρχει ένας σύντροφος γονιός: πάντα επιπλήττει, πάντα υπενθυμίζει στο παιδί τι πρέπει να κάνει, εξαιρετικά ικανός, πάντα αγχωμένος, άλλοτε επιεικής και άλλοτε στα όρια του θυμού και του σωφρονισμού με το παιδί. 

Γιατί όμως οι άνθρωποι καθηλωνόμαστε σε αυτούς τους ρόλους; Γιατί μπορεί να είναι τόσο δύσκολο να μετακινηθούμε από τον έναν στον άλλον; Συνήθως μπορούμε να απαντήσουμε σ’αυτές τις ερωτήσεις αν εξετάσουμε κάτι στο παρελθόν που έκανε την εύκολη μετάβαση σε έναν ρόλο μη βιώσιμη ή τρομακτική.

Υπάρχουν άνθρωποι κολλημένοι στο ρόλο του παιδιού για τους οποίους η ενηλικίωση και η γονεϊκότητα παρουσιάζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ίσως είναι παιδιά ενός στοργικού γονέα που δεν μπορούσε να ανεχθεί τη δική τους εκκολαπτόμενη ωριμότητα και για να θεωρηθούν άξιοι της αγάπης, έπρεπε να παραμείνουν παιδιά. Ίσως να αισθάνονται ότι πρέπει να παραμείνουν στο ρόλο του παιδιού επειδή ένας γονιός θα ήταν θυμωμένος και επικριτικός αν τολμούσε να δείξει ανεξαρτησία και υπερηφάνεια για τα ενήλικα ιδανικά του.

Από την άλλη πλευρά, με οδυνηρό τρόπο, υπάρχουν άνθρωποι των οποίων οι νεότεροι εαυτοί έτυχαν κακής μεταχείρισης, που βίωσαν τέτοιο άγχος και έλλειψη υποστήριξης όταν ήταν παιδιά, ώστε η ιδέα του να είναι μικροί έστω και για λίγο αποτελεί αφόρητη πρόκληση για την ακεραιότητά τους. Μπορεί να είναι ευχαριστημένοι κάνοντας τη μαμά και τον μπαμπά- αυτό που δεν μπορούν ποτέ να κάνουν είναι να είναι παιδιά και να αφήνονται.

Η διέξοδος από όλα αυτά τα αδιέξοδα είναι, όπως πάντα, η επίγνωση και η αμοιβαία ειλικρίνεια στις σχέσεις. Οι περιορισμοί μας δεν είναι τόσο άκαμπτοι όταν έχουμε επίγνωση και αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι για αυτούς. Το να αποδεχθούμε πως τις περισσότερες φορές παίρνουμε το ρόλο του παιδιού και δεν τολμάμε να γίνουμε ενήλικες ή είμαστε ένας γονιός που δυσκολεύεται πολύ να γίνει παιδί, δεν είναι απλώς μια παραδοχή που ακούγεται παράξενη ή προβληματική. Δείχνει έναν άνθρωπο που προσπαθεί για την ωριμότητα και ψάχνει τον δρόμο προς την ενηλικίωση.